«Όσο δεν μας χτυπά η μοίρα, πάντα θα βιώνουμε την αθάνατη πλευρά της ζωής».

Σκέφτομαι ακόμα ένα παιδί. Και μια μάνα ή μια κοπέλα ή τους φίλους που τον περίμεναν να επιστρέψει από τη δουλειά. Και δεν επέστρεψε, γιατί έπρεπε να κάνει παρέα σε κάποια μηχανήματα στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.

Κι έπειτα σκέφτομαι το φανάρι της Παπαναστασίου, πάνω στη γέφυρα. Εκεί που με προσπέρασε ένας μικρός σε ηλικία ντελιβεράς, πάντα χωρίς κράνος, με μεγάλες ταχύτητες στο παπάκι και με την τρίτη «καρφωτή» πριν καν ανάψει το φανάρι. Είναι ο ίδιος που μετά την τρίτη στο παπάκι, «κοκκάλωσε» στο πλάι του λευκού Hyundai για να χαιρετήσει τη μικρούλα, που κάλεσε για καφέ μια από τις επόμενες ημέρες.

Εύχομαι να τη συνάντησε. Να πήγαν για καφέ και να είναι πολύ καλά στην υγεία του. Όμως μετά από το ατύχημα στην Ανθέων φοβάμαι πως μπορεί να είναι ο ίδιος άνθρωπος που βρίσκεται στην Εντατική. Και λυπάμαι. Ένα ρίγος διαπερνάει όλο μου το κορμί στην ιδέα και μόνο.

Δεν είμαι απ’ αυτούς που θα κάνουν «μάθημα» σε κανέναν ντελιβερά να φοράει κράνος ή να μην τρέχει «πλακωμένος» για μια παραγγελία. Δεν μπορώ να το πω και δεν μπορώ να γίνω δάσκαλος σε κανέναν.  Είμαι όμως από εκείνους που θα επαναλάβουν για πολλοστή φορά αυτό που άκουσα πριν χρόνια ως μαθητής: «Όσο δεν μας χτυπά η μοίρα, πάντα θα βιώνουμε την αθάνατη πλευρά της ζωής».

Μα είναι ανάγκη να μας χτυπήσει η μοίρα για να βιώσουμε και τη θνητή πλευρά της; Είναι ανάγκη να μάθουμε πως για να ζούμε δεν μπορούμε να κοροϊδεύουμε καθημερινά το θάνατο, αλλά να μάθουμε ίσως λίγο τις συνήθειες του, για να βρισκόμαστε όσο πιο μακριά μπορούμε από αυτόν;

Όμως… σε ποια μάνα και ποια γυναίκα ενός παιδιού στην εντατική μπορείς να τα πεις αυτά; Σε καμία. Εύχομαι λοιπόν σε κάθε παιδί που βρίσκεται στα γεμάτα κρεβάτια των εντατικών, καλή ανάρρωση.

Σε κάθε μάνα, κάθε πατέρα, κάθε αγαπημένο ή συγγενή καλό κουράγιο. Και σ’ όλους αυτούς μαζί, ένα λεπτό περισυλλογής. Ίσως δεν θέλει παραπάνω για να αρχίσει κάποιος να σκέφτεται κάπως αλλιώς την αξία της ζωής.