Την ίδια στιγμή, ως γνήσια προληπτική, σταύρωνα τα χέρια μου, για να ξορκίσω τις κακές σκέψεις…

Πριν από λίγες ημέρες πήρα ένα ταξί, για να έρθω στην εφημερίδα.Όταν είπα τη διεύθυνση, ο οδηγός ευγενέστατα με ρώτησε αν υπάρχει ακόμα στην “Πατρίδα” η στήλη με τα ζώα, όπου ιδιοκτήτες παρουσιάζαν το αγαπημένο τους κατοικίδιο, σε επιμέλεια της συναδέλφου Άννας Κωνσταντουλάκη.

‘’Όχι δεν υπάρχει πια” τού απαντώ θεώρωντας ότι ενδιαφέρεται να παρουσιάσει το κατοικίδιό του.

Είχα παρουσιάσει τον δικό μου σκύλο στη στήλη“ μού λέει και πιάνω αμέσως στον αέρα τη θλίψη.

“Πέθανε;” τον ρώτησα με μισή καρδιά.

‘’Εδώ κι έξι μήνες. Όταν τον έχασα άφησα τη δουλειά μου, τα πάντα, έφυγα για μια εβδομάδα. Κι όταν γύρισα για πολύ καιρό νόμιζα ότι άκουγα τα “τσαχαλίσματα” και τα γαβγίσματά του στην πόρτα”.

Περιττό να σας πω ότι συγκινηθήκαμε και οι δύο, καθότι και εγώ έχω ένα σκυλάκι, την περίφημη Ζούμπι, που πλέον την λες και γριούλα.

“Αν μας έβλεπε τώρα κάποιος,  θα μας έλεγε υπερβολικούς, δεν θα καταλάβαινε” μού είπε ο οδηγός.

‘’Ναι” έτσι ήμασταν κι εμείς πριν να έρθουν  στη ζωή μας” άπάντησα και μου ήρθε στον νου πόσο υπερβολική θεωρούσα μια φίλη μου που κάποτε  είχε κανονικό πένθος για τον σκύλο της.

Το ταξί είχε φτάσει στον προορισμό του κι εκείνη τη στιγμή ένοιωσα πόσο ευλογημένοι είναι οι άνθρωποι που ανοίγουν την καρδιά, την ψυχή και το σπίτι τους σε ένα ζωντανό, έναν σκύλο εν προκειμένω. Την ίδια στιγμή, ως γνήσια προληπτική, σταύρωνα τα χέρια μου, για να ξορκίσω τις κακές σκέψεις…

Στη συνέχεια ψάχνοντας στο  ίντερνετ έπεσα πάνω στο ποίημα του Λόρδου Βύρωνα “Επιτάφιος για έναν σκύλιο” κι αποφάσισα με ένα κομμάτι του να κλείσω αυτή τη στήλη:

‘’Κοντά σε αυτό το Σημείο κείτονται τα Λείψανα κάποιου που είχε Ομορφιά χωρίς Ματαιοδοξία, Δύναμη χωρίς Θράσος, Τόλμη χωρίς Σκληρότητα και όλες τις Αρετές του Ανθρώπου χωρίς τα Ελαττώματά του. Ο έπαινος αυτός, που θα μπορούσε να είναι μια ανούσια Κολακεία αν αναγραφόταν πάνω από ανθρώπινες στάχτες, δεν είναι παρά ένας δίκαιος φόρος τιμής στη Μνήμη του ΜΠΟΟΥΣΟΝ, ενός ΣΚΥΛΟΥ, που γεννήθηκε στη Νέα Γη, τον Μάιο, 1803 και πέθανε στο Αββαείο του Νιούστεντ, στις 18 Νοεμβρίου, 1808”.