Θυμάμαι αυτή τη «μαύρη» αύρα των θεάτρων την οποία σε καμία περίπτωση δεν απέδιδα σε διαστροφές

Θυμάμαι σαν να ήταν χθες, την αγωνία μου πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια, να μπω στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού και να πιάσω θέση για την παράσταση «Ορέστης». Μάλλον αυτή την παράσταση τη θυμούνται λίγοι, αφού απ’ όσο έψαξα, δεν υπάρχουν πλέον καν αναφορές στο διαδίκτυο γι’ αυτή.

Τότε όμως, νέος φοιτητής εγώ, είχα εκστασιαστεί. Είχα μείνει άφωνος από τα σκηνοθετικά ευρήματα, από τη μαγεία ενός πειραματικού θεάτρου κι από ένα σκηνοθετικό μυαλό που ανακάτευε με τεράστια ευκολία, την τραγωδία με το σήμερα και τον κοινό νου με την τσιμεντοποίηση της πρωτεύουσας.

Στη συνέχεια θυμάμαι και τη συζήτηση με το Μάνο και τη Χρύσα που είχαν έρθει μαζί μου, αφού είχαμε κλείσει εισιτήρια έναν μήνα πριν. Ο Μάνος ήθελε να δώσει εξετάσεις για το Εθνικό. Δεν τον τρόμαζαν οι μονόλογοι. Δεν τον τρόμαζε το τραγούδι.

Δεν τον τρόμαζε η πείνα την οποία κατά καιρούς βίωναν οι ηθοποιοί. Τον τρόμαζε όμως λίγο το γεγονός, πως εκτός όλων των άλλων, ίσως θα έπρεπε να «απαρνηθεί τον ανδρισμό» του όπως μας έλεγε χαρακτηριστικά. Ο Μάνος τελικά έγινε ηθοποιός, αλλά όχι περνώντας την πόρτα του Εθνικού. Και χρειάστηκε να σερβίρει πολλά ποτά σε υπόγεια μπαρ για να τα καταφέρει.

Όσο κάνω αυτή την αναδρομή σ’ ένα γενικά όμορφο παρελθόν, θυμάμαι αυτή τη «μαύρη» αύρα των θεάτρων και των πειραματικών σκηνών που λάτρευα να παρακολουθώ, την οποία σε καμία περίπτωση δεν απέδιδα σε διαστροφές, αλλά σε μια διαφορετική προσέγγιση της τέχνης. Αθώο, μπορεί να πει κανείς. Ενδεχομένως κι αφελές. Ίσως. Αλλά προτιμώ την αθωότητα του τότε σε σχέση με τις αποκαλύψεις του σήμερα.

Το πρόβλημα μου δεν είναι ότι σοκάρομαι, γιατί δεν σοκάρομαι. Καθόλου μάλιστα. Όσα σήμερα άκουσα ως καταγγελίες, τα είχα ακούσει πολλά χρόνια πίσω ως φοιτητής, σε μια Αθηνά μάλιστα που άκμαζε. Το τι συνέβαινε στο χώρο του θεάτρου και του θεάματος δεν ήταν άγνωστο. Ακόμα κι αν κάποιος δεν ήξερε λεπτομέρειες, είχε οσμιστεί τον καπνό. Ακόμα κι αν κάποιος δεν είχε ιδέα για όλα αυτά, είχε ακούσει ήδη από το 2007 για «κομιστές» και «ισχυρούς άνδρες» μέσα στο Υπουργείο Πολιτισμού.

Κι ασφαλώς όλοι ξέρουμε ή έχουμε ακούσει το τι συμβαίνει όχι μόνο στο χώρο του θεάματος, αλλά σχεδόν σε κάθε χώρο. Είναι γνωστά τα παιχνίδια εξουσίας, τα παιχνίδια «βίας» λεκτικής ή σωματικής, τα στρεβλά μιας κοινωνίας που βρίσκεται επί δεκαετίες σε παρακμή. Όμως σήμερα επικεντρωνόμαστε στο Θέατρο. Όπως χθες επικεντρωνόμασταν στον αθλητισμό κι έχουμε σχεδόν ξεχάσει ήδη από πού ξεκίνησαν όλα αυτά.

Το ερώτημα το δικό μου λοιπόν είναι ένα: Γιατί κοιτάζουμε διαρκώς κι επιλεκτικά μέσα από «πιπεράτες κλειδαρότρυπες» και δεν βλέπουμε τη συνολική εικόνα που είναι πιθανότατα πολύ πιο σκοτεινή από κάθε μικρή τρυπούλα ενόχων κι ενοχών; Μήπως γιατί κάποιος ή κάποιοι μας έχουν εκπαιδεύσει ιδανικά στην επιλεκτικότητα;