Έκανα μια… επανεκκίνηση,  όπως θα έλεγαν οι σημερινοί έφηβοι αν βρίσκονταν στη θέση μας

«Σήμερον κρεμάται επί ξύλουο εν ύδασι την γης κρεμάσας».

«Γιάννη…! Γρήγορα τον γενικό! Τον γενικό! Πιάσε το εξαπτέρυγο και αμέσως έξω…!».

Είναι η φωνή του παππού και η αυστηρή εντολή, στο «Γιαννάκο του», με τη «στολή» της εκκλησίας που πλέον φθάνει πάνω από τα γόνατα, αλλά δεν την απαρνιέται. Λίγο πριν βγει ο Νυμφίος, ο Γιαννάκος έχει προετοιμαστεί για όσα θα ακολουθήσουν κι αισθάνεται υπερήφανος που συμμετέχει στο θείο Πάθος.

Η Μεγάλη Πέμπτη στο μυαλό των παιδικών μου χρόνων ήταν η «πρόβα τζενεράλε». Ήταν η προετοιμασία για τη Μεγάλη Παρασκευή, μετά από την πρωινή θεία κοινωνία, που είχαμε το προνόμιο να κοινωνούμε πρώτοι. Τη Μεγάλη Πέμπτη δείχναμε όλες τις δυνατότητές μας ως «παπαδάκια». «Εγώ μπορώ το Σταυρό». «Εγώ αντέχω τον φαναράκι». «Εγώ ερχόμουν όλο τον χρόνο, οπότε εγώ θα αποφασίσω ποιος θα πάρει τι».

Αναμνήσεις που δεν χάνονται, γιατί συνυπάρχουν μαζί με αναμνήσεις αγαπημένων προσώπων που μας μύησαν στο να αγαπάμε τον Θεό, να αγαπάμε την ευθύνη κι ακόμα να αγαπάμε τον συνάνθρωπο. Μέσα από την Μεγάλη Πέμπτη εξαγνιζόμουν. Έκανα μια… επανεκκίνηση, όπως θα έλεγαν οι σημερινοί έφηβοι αν βρίσκονταν στη θέση μας.

Ακόμα όμως κι όταν «απαρνήθηκα» τη στολή, γιατί πλέον δεν μπορούσα να μπω σε αυτή, η Μεγάλη Πέμπτη είχε για μένα ένα χρώμα ξεχωριστό. Σε όποια φάση της ζωής μου κι αν βρισκόμουν, αναζητούσα την εκκλησία, έτρεχα να προλάβω τον… Σταυρό και τριγυρνούσα στην πόλη για να προσκυνήσω όσες περισσότερες εκκλησίες μπορούσα, σαν να είχα ένα τάμα εσωτερικό και μια υποχρέωση στους «δασκάλους του δικού μου Πάσχα» να μην ξεχάσω όσα με έμαθαν.

Πέρα από τη μυσταγωγία, υπήρχε κι ένα δέσιμο εσωτερικό, περισσότερο με τους άνδρες της οικογένειας, γιατί οι γυναίκες είχαν άλλες ασχολίες εκείνη την περίοδο κι έπρεπε να προλάβουν τα πάντα μες στο σπίτι. Ήταν οι στιγμές που μετά την εκκλησία βουτούσαμε στη σαλάτα με τις παπούλες πρόσφορο και προγραμματίζαμε με τον παππού το «σχέδιο της Μεγάλης Παρασκευής και του Πάσχα». Ήταν αργότερα οι στιγμές με χταπόδι και οφτή πατάτα που μοιραζόμασταν με τον πατέρα μου σε κάποιο από τα ουζερί του κέντρου, σε μια «μεταξύ μας συμφωνία Μεγάλης Εβδομάδας».

Και σήμερα δεν υπάρχει τίποτα.

Σήμερα «Μένουμε Σπίτι» και δεν συναντάμε καν τα αγαπημένα μας πρόσωπα, ούτε κι έχουμε δικαίωμα να μνημονεύσουμε όσους έφυγαν, ούτε καν να τους ανάψουμε το καντήλι. Δημόσια υγεία. Σεβαστό.

Όσο όμως στο μυαλό γυρίζουν οι εικόνες των δελτίων κοροναϊού, τόσο αρχίζουν να σβήνουν. Κι έρχονται εκείνες οι εικόνες από κάθε Πάσχα του παρελθόντος που δεν μπορεί να σβήσει καμία απαγόρευση και κανένας κοροναϊός. Τελικά σήμερα υπάρχουν όλα.

Όσο το μυαλό δεν λαθεύει από τον εγκλεισμό, κάθε δικό μας Πάσχα θα νικά όλες τις απαγορεύσεις και θα ξαναζεί μπροστά μας. Ακόμα και σε τέσσερις τοίχους.