Ένα χειμωνιάτικο βράδυ κάπου στον Γενάρη του 1988, ένας ολόκληρος θάλαμος στο υγρό στρατόπεδο της Ρόδου, έβηχε από κοινό κρυολόγημα. Επιστρέφοντας από τη σκοπιά είχα τη φαεινή ιδέα να βάλω στο κασετόφωνο της εποχής το τραγούδι του Γκάτσου με τον χαρακτηριστικό στίχο «στον άλλο κόσμο που θα πας κοίτα μη γίνεις σύννεφο…ª Το άκουσμα κάθε άλλο παρά ενθουσίασε στους κρεβατωμένους φαντάρους, καθώς η αντίδρασή τους συνοψίζεται σ’ ένα σύννεφο από αρβύλες, που εκτοξεύτηκαν προς το μέρος μου…
Ο ίδιος στίχος φαντάζομαι αντενδείκνυται και σήμερα, που μια κοινωνία ολόκληρη είναι αιχμάλωτη της πανδημίας, από την οποία φεύγει κόσμος και κοσμάκης αυτόν τον καταραμένο Νοέμβρη.
Και αν όχι αυτό, τι; Να το ρίξουμε στο αγαπητηλίκι του πενταγράμμου μήπως και ευθυμήσουμε κάπως; Μα όπως θα έλεγε και η Lady Άντζελα… «οι μολυσμένοι δεν γιορτάζουνε ποτέ»!
Ή μήπως να πιάσουμε τον μακαρίτη τον Πουλόπουλο και το «ΜΕΘυσε απόψε το κορίτσι μου και το χειλάκι του που καίει…»; Παίζει βέβαια και η εναλλακτική του Καλατζή με το «ΜΕΘυσμενάκι στα καπηλειά…».
Αλλά ας είμαστε ρεαλιστές. Ποια καπηλειά και πού να πας να πιείς και να μεθύσεις, μέσα σε τέτοιο lockdown;
Όταν πέφτει η νύχτα ξετρυπώνεις από το σπίτι σου και ανταμώνεις την ´εθνική μας μοναξιά. Κοιτάζεις γύρω σου και συλλογιέσαι «άδεια η πόλη, πού πήγαν όλοι;» Προχωράς μόνος σου στο σκοτάδι και μερακλώνεσαι για να μην τρελαθείς. Για να μην περπατάς άσκοπα σκέφτεσαι να χορέψεις, μα μπερδεύεις το κέφι το τσακίρ με την σκληρή πραγματικότητα… «Και όπως θα παίρνω τη στροφή, διασωλήνωσε με»!
Και συνεχίζεις τον δρόμο τον μοναχικό, τον δύσκολο, σε καλντερίμια ξενυχτάς, υγρά λιθόστρωτα. Και μέσα στην παραζάλη του μυαλού σου, νομίζεις ότι βρίσκεσαι στη… «Θεσσαλονίκη μου μεγάλη φτωχομάνα, εσύ που βγάζεις τους καλύτερους ιούς…». Και αίφνης θυμάσαι το μακαρίτη το Στράτο και την παράφραση του άσματος σε… ´νοσεί και γουστάρει ο Σαλονικιός!
Η συμπρωτεύουσα μαστίζεται από την πανδημία και ψήνεται στον πυρετό και εγώ «Στον Λευκό τον Πύργο πήρα τα σταγονίδιά της», αδιαφορώντας για το «τι λένε τα κομπιούτερς και οι αριθμοί». Ας ασχοληθεί η Κεραμέως της παίδευσης και της τηλεκπαίδευσης…
Να φύγουμε, να πάμε αλλού… Αλλά πού και πώς, που απαγορεύονται οι μετακινήσεις από περιφερειακή σε περιφερειακή ενότητα;
´«Να ξανανοίξω θέλω την κυκλοφορία για να φωνάξω ότι πρόδωσες την πιο όμορφη ιστορία, πόσο κοστίζει μια παράβαση του νόμου». Τριακόσια ευρώ για τον οδηγό και επιπλέον 150 ευρώ για κάθε επιβάτη!
Και πες ότι φύγαμε από τα βαριά ιικά φορτία, ακολουθώντας πορείες πιο νότιες, αλλά όχι λιγότερο επικίνδυνες. ´«Όλο Λάρισα Καρδίτσα θα κολλούσαμε μου λες». Και στο κάτω κάτω «τι ζητάω, μια ευκαιρία στον παράδεισο να πάω…».
Μα πώς, όταν ο Χαρδαλιάς στέκεται σαν μπάστακας καταμεσής του δρόμου και με ύφος «έκλεισα τα περάσματα και άμα σε παίρνει πέρνα…» μου κουνά το δάκτυλο;
Αρχίζω την όπισθεν πορεία και την ξαναβλέπω. «Έλα να με πεθάνεις» την καλώ. «Μάσκα δεν έχω να φορώ στην καραντίνα τούτη», μου αποκρίνεται και συνεχίζει «δεν θα γυρέψω νοσηλεία στα σινεμά και στα βιβλία». ´«Φίλησε με και ας καούμε και ας διασωληνωθούμε…» επιμένω. Και κάπου εκεί ξυπνώ και πετάγομαι κάθιδρος συνειδητοποιώντας πού βρίσκομαι, βλέποντας σαν μια σκιά τον επιταγμένο και καλοπληρωμένο κλινικάρχη.
(Σ)αν βγω από αυτή την Εντατική κανείς δεν θα με περιμένει…
*Η… επίταξη των στίχων, ως μια απέλπιδα προσπάθεια να ξεγλιστρήσουμε από την πανδημία.
Πότε με διασκευές και πότε με παραφράσεις, αλλά με πλήρη συναίσθηση του κινδύνου και της αναγκαιότητας των προστατευτικών μέτρων.
Η στιχουργική προσέγγιση της σύγχρονης χολέρας, δεν συνιστά ελαφρότητα και χαβαλέ. Πόσο μάλλον όταν το κείμενο παραπέμπει σε νοσούντα που παλεύει με το σύνδρομο της ΜΕΘ, στην παραζάλη του οποίου «βλέπει» και τα παραπάνω.