Τι έμεινε τελικά από αυτό τον ιδιότυπο εγκλεισμό;

Μας έκανε καλό ή κακό;

Μας ηρέμησε ή μας άγχωσε; Ορισμένοι την αναζητούν ήδη, πολλοί δεν άντεχαν τη μοναξιά, τον εγκλεισμό, την υποχρέωση να στέλνουν μηνύματα στο κινητό για να πάρουν λίγο αέρα.

Κάποιοι τακτοποίησαν τις ντουλάπες τους, άλλοι τις σκέψεις τους, οι περισσότεροι είχαν όλο τον καιρό να μαλώσουν με την οικογένειά τους, ή να δεθούν περισσότερο με τον σύντροφο και τα παιδιά τους, να φτιάξουν γλυκά, να ακούσουν μουσική, να κάνουν ποδήλατο, να παίξουν με τον σκύλο τους ή να ξανά διαβάσουν ποίηση.

Δεν ήταν μόνο οι περιορισμοί, μας χάρισε

προσωπικό χρόνο και επιλογές η καραντίνα.

Θα την θυμάμαι, ανάμεσα στα άλλα, γιατί χάρη σε αυτήν διάβασα ξανά ένα ποίημα της Κικής Δημουλά που  βρήκα σε μια γωνιά της βιβλιοθήκης, στο τελευταίο ράφι.

Είχα ξεχάσει την ύπαρξή του και είχα ξεχάσει πόσο μου άρεσε.

Έχει τον τίτλο: “Σαν να διάλεξες”.

Παρασκευή είναι σήμερα θα πάω στη λαϊκή να κάνω έναν περίπατο στ’ αποκεφαλισμένα περιβόλια να δω την ευωδιά της ρίγανης

σκλάβα σε ματσάκια

Πάω μεσημεράκι που πέφτουν οι τιμές των αξιώσεων

βρίσκεις το πράσινο εύκολο

σε φασολάκια κολοκύθια μολόχες και κρινάκια.

Aκούω εκεί τι θαρρετά εκφράζονται τα δέντρα

με την κομμένη γλώσσα των καρπών

ρήτορες σωροί τα πορτοκάλια και τα μήλα

και παίρνει να ροδίζει λίγη ανάρρωση

στις κιτρινιάρικες παρειές

μιας μέσα βουβαμάρας.

Σπάνια να ψωνίσω. Γιατί εκεί σου λένε διάλεξε.

Eίναι ευκολία αυτή ή πρόβλημα; Διαλέγεις και μετά πώς το σηκώνεις το βάρος το ασήκωτο

που έχει η εκλογή σου.

Eνώ εκείνο το έτυχε τι πούπουλο. Στην αρχή.

Γιατί μετά σε γονατίζουν οι συνέπειες.

Aσήκωτες κι αυτές. Kατά βάθος είναι σαν να διάλεξες”.