Η ιστορία μάς έχει διδάξει ότι ο τροχός και γυρίζει και φέρνει τα πάνω κάτω, όταν πλέκονται τα χέρια  των ανθρώπων

Μεγάλη ευθύνη να είναι Χριστούγεννα και να μην είσαι παιδί…  Πρέπει να μάθεις να λες την αλήθεια με έναν τρόπο που τα παιδιά να μπορούν να την αντέχουν, και την ίδια στιγμή να φωλιάζεις μέσα τους τη χαρά και την προσμονή της γέννησης της ελπίδας και της προοπτικής για έναν καλύτερο κόσμο.

Πραγματική άσκηση θάρρους, όταν έρχεσαι κάθε μέρα αντιμέτωπος με τις ματαιωμένες προσδοκίες της κοινωνίας, τη φτώχεια των ανθρώπων, τη θλίψη των ανέργων, το ράγισμα της απόγνωσης στα μάτια των γερόντων, τις σύγχρονες φάτνες της προσφυγιάς και της απελπισίας.

Μια βάρβαρη καθημερινότητα που σε σπρώχνει να σκαλίσεις μνήμες από το παρελθόν, όχι απλά σαν αντίδοτο για να γλυκάνεις την πίκρα της σκέψης σου, αλλά για να αναμετρηθείς με βαθύτερους συλλογισμούς, για το πώς μπορείς να σταθείς όρθιος σε όλο αυτό που συμβαίνει γύρω σου.

Και είναι πραγματικό βάλσαμο, όλη αυτή η πλημμυρίδα των συναισθημάτων  που νιώθει κανείς όταν γυρίζει στο παρελθόν, με όλη την οικογένεια γύρω από το τραπέζι -χωρίς τηλεόραση χωρίς κινητά και τάμπλετ- όπου όλοι ανταλλάζουν ευχές, πειράγματα και τραγούδια.

Όλοι μαζί μια μεγάλη αγκαλιά γύρω από το γιορτινό φαγητό που είναι πάντα πιο νόστιμο από όλα τα άλλα, ακριβώς επειδή μοιράζεται σε πολλούς. Τόσα συναισθήματα που ευφραίνουν όλες τις αισθήσεις, ακριβώς επειδή αναδύονται από τη χαρά του μοιράσματος, της έγνοιας για τον διπλανό, της φροντίδας για τον άλλο, της αλληλεγγύης και της υποστήριξης στον αδύναμο…

Αυτό τελικά δεν είναι το νόημα;

Να δραπετεύσουμε από το δίχτυ της ήπιας προσαρμογής στο χειρότερο και από τις εδραιωμένες πεποιθήσεις ότι τίποτα δεν αλλάζει. Η ιστορία μάς έχει διδάξει ότι ο τροχός και γυρίζει και φέρνει τα πάνω κάτω, όταν πλέκονται τα χέρια των ανθρώπων και συντονίζουν τον βηματισμό τους στο συλλογικό.

 

Το έχουν πει άλλωστε τόσο υπέροχα οι ποιητές μας…

Την πόρτα ανοίγω το βράδυ,

τη λάμπα κρατώ ψηλά,

να δούνε της γης οι θλιμμένοι,

να ’ρθούνε, να βρουν συντροφιά.

Να βρούνε στρωμένο τραπέζι,

σταμνί για να πιει ο καημός

κι ανάμεσά μας θα στέκει

ο πόνος, του κόσμου αδερφός.

Να βρούνε γωνιά ν’ ακουμπήσουν,

σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός

κι εκεί καθώς θα μιλάμε

θα ’ρθει συντροφιά κι ο Χριστός.