Μέσα από ένα απροκάλυπτο παραλογισμό, που ανοίγει ένα νέο δύσκολο κεφάλαιο στις σχέσεις της εξουσίας με την επιστήμη!

Το ότι δεν πάμε καλά, το ξέρουμε. Το ότι τα χειρότερα έρχονται είναι δεδομένο. Για τον πάτο του πηγαδιού πέφτουν στοιχήματα, αφού παρά την αδιάκοπη κυβερνητική υμνολογία για τη διαχείριση της πανδημίας, το επικοινωνιακό αφήγημα της, έχει απροκάλυπτα γνωρίσματα μυθοπλασίας.

Όσο και αν ποντάρουν «στη μνήμη χρυσόψαρου» ή στο ότι «η φτώχεια είναι πιο φρόνιμη αν νιώθει ότι φταίει», το πουλόβερ της πολιτικής μανιέρας της «ατομικής ευθύνης» ξηλώνεται πόντο – πόντο, αποκαλύπτοντας το εύρος της κυβερνητικής ευθύνης που δρα σπασμωδικά και ανακόλουθα σε σχέση με τις δεσμεύσεις τις εξαγγελίες και τις υποχρεώσεις της.

Με βάση την πολιτική παντιέρα της Κυβέρνησης, ξέραμε μέχρι τις αρχές του Νοέμβρη ότι ο ιός δεν μεταδίδεται μαζικά στα σχολεία και ότι τα παιδιά δεν διατρέχουν κίνδυνο αν είναι μέσα σε τμήματα 15 ή 27 μαθητών. Στις 9 του ίδιου μήνα, εν είδει του δεύτερου κύματος της πανδημίας, τα πράγματα άλλαξαν, καθώς οδηγηθήκαμε στο μαζικό κλείσιμο όλων των σχολικών μονάδων και τη δεύτερη καραντίνα.

Μόλις τη Δευτέρα, τα σχολεία άνοιξαν ξανά στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο που λειτουργούσαν και πριν, ενώ βρισκόμαστε προ του τρίτου κύματος της πανδημίας. Έτσι, ενώ ακόμα και σήμερα που ο κάθε πολίτης απειλείται με πρόστιμα εάν συγχρωτίζεται με κόσμο, στους μαθητές των Νηπιαγωγείων και των Δημοτικών Σχολείων ο συγχρωτισμός είναι ελεύθερος, αφού το Υπουργείο Παιδείας τον νομιμοποιεί με την πολιτική πρακτική του, αφού δεν φρόντισε για το αυτονόητο μοίρασμα των παιδιών σε μικρότερα τμήματα.

Στο μεταξύ, η προσπάθεια να δοθεί πολιτικό άλλοθι στους κυβερνητικούς χειρισμούς με επιστημονική συνδρομή, μέσα από τις διαβεβαιώσεις καθηγητών ιατρικής που υποστηρίζουν ότι «υπάρχει ενδοοικογενειακή μετάδοση του ιού, το ασφαλέστερο μέρος για τα παιδιά είναι το σχολικό περιβάλλον» πυροδοτούν σφοδρές αντιδράσεις.

Και οι αντιδράσεις φυσιολογικά κλιμακώνονται, όταν τις παραθέσει κανείς δίπλα στην εξοργιστική απάντηση της ερώτησης «τι θα κάνετε αν ένα παιδί, έχει στο σπίτι του γονέα που ανήκει σε ευπαθή ομάδα;» όπου ενημερωθήκαμε ότι : «αυτό το ενδεχόμενο και μετά από συζήτηση καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι είναι σπάνιο να συμβαίνει»!

Οι τοποθετήσεις αυτές είναι πολλά περισσότερα, από επιστημονικοί ισχυρισμοί που προκαλούν κάταγμα στη λογική. Είναι το κρίσιμο σημείο όπου εκπρόσωποι της ιατρικής επιστήμης έρχονται να υπηρετήσουν τις ανάγκες υποστήριξης των κυβερνητικών χειρισμών, μέσα από έναν απροκάλυπτο παραλογισμό, που ανοίγει ένα νέο δύσκολο κεφάλαιο στις σχέσεις της εξουσίας με την επιστήμη.

Η διαχείριση αυτή (που ασφαλώς δεν εκφράζει το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας), δύναται να πυροδοτήσει κρίση εμπιστοσύνης της κοινωνίας, που ενδέχεται να μην εστιάσει σε μια επιμέρους αστοχία, αλλά να εξάγει συμπεράσματα καθολικής απόρριψης.

Και αυτό είναι ένα πανάκριβο τίμημα με συνέπειες ανυπολόγιστες …