…περιέχει την ασύλληπτη ρύθμιση που παρέχει την δυνατότητα εξαγωγής  συλλογών του ελληνικού δημοσίου για 25 + 25 χρόνια

Δεν έχω εικόνα για το πόσοι από τους σημερινούς νέους, έχουν γνώση μιας ξεχωριστής πολιτικής πτυχής της νεότερης ιστορίας του τόπου μας, που αφορά  στα περίφημα «γεγονότα του Μουσείου», όπως συνηθίζουν να τα αποκαλούν οι σημερινοί μεσήλικες Ηρακλειώτες.

Ήταν τέλος του χειμώνα του ΄79, όταν γύρω από το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, στήθηκαν κυριολεκτικά οδοφράγματα και ήταν χωρίς ίχνος υπερβολής ολόκληρη η πόλη στο πόδι, προκειμένου να εμποδίσει τη μεταφορά μέρους των αρχαιολογικών θησαυρών του, σε Μουσείο στη Νέα Υόρκη, με σκοπό να εκτεθούν εκεί.

Ήταν μια πρωτοφανής σε δυναμισμό πανστρατιά, που στηρίχθηκε από όλα τα κοινωνικά στρώματα, από τα κόμματα (πλην της ΝΔ), από τη δημοτική Αρχή της εποχής, την Εκκλησία, που εξέφραζαν οργή και αγανάκτηση, υπό  το φόβο της ενδεχόμενης απώλειας του μνημειακού πλούτου μας.

Οι πολιτικοί εκτιμητές των γεγονότων της εποχής, συνδέουν ευθέως την εκρηκτική κινητοποίηση με το γενικότερο αντικαραμανλικό κλίμα που απέπνεε η τοπική κοινωνία, που φαίνεται ότι λίπανε το έδαφος των αντιδράσεων. Στα αξιοσημείωτα στοιχεία της κινητοποίησης που είχε κεντρικό σύνθημα «κάτω τα χέρια από τα αρχαία» ήταν ο πρωταγωνιστικός ρόλος της νεολαίας, μαθητών του Γυμνασίου, που συμμετείχαν στη «φρουρά» που στήθηκε μαζί με φοιτητές και σπουδαστές για «να καλέσουν σε συναγερμό σε περίπτωση που θα γίνει απόπειρα φυγαδεύσεως των μνημείων» όπως περιέγραφαν οι εφημερίδες της εποχής.

Ο επίλογος της θρυλικής αυτής εξέγερσης γράφτηκε με την ήττα της Κυβέρνησης που σφραγίστηκε με την απαξιωτική για την τοπική κοινωνία δήλωση του τότε Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, «είμαι αηδιασμένος».

Την ιστορία αυτή, τη θυμήθηκα χθες, καθώς αντανακλά τόσο συμβολικά, σε πολλά επίπεδα, με τα όσα σηματοδοτεί το περίφημο νομοσχέδιο, «Αναδιοργάνωση του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων και μετονομασία του σε Οργανισμό Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων, ίδρυση Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «Μουσείο-Ελαιοτριβείο Βρανά» όπου μεταξύ άλλων περιέχει την ασύλληπτη ρύθμιση που παρέχει την δυνατότητα εξαγωγής  συλλογών του ελληνικού δημοσίου για 25 + 25 χρόνια, δηλαδή για μισό αιώνα.

«Αυτά τα μάρμαρα για τα οποία πολεμήσαμε» όπως έλεγε και ο στρατηγός Μακρυγιάννης, αντιμετωπίζονται με όρους αγοραίας παραχώρησης αν όχι εκχώρησης, γιατί όπως ρητορικά ερωτά η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού «είναι προτιμότερο τα κινητά μνημεία να μένουν “ξεχασμένα” στις αποθήκες των μουσείων μας, από το να αποτελούν τους πρέσβεις της Ελλάδας στο εξωτερικό;».

Πρόκειται για μια πολιτική τοποθέτηση που ορίζει τόσο γλαφυρά τη χειραγωγική εμπορευματοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου μας, στο όνομα της τουριστικής προβολής, λες και ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός είναι άγνωστος στα πέρατα της γης.

Είναι η αντίληψη  που μετατρέπει τον πολιτισμό σε εμπορευματική ύλη για να λειτουργήσει σαν κράχτης εσόδων. Εδώ έχει ξεχωριστή αξία ο τρόπος που θα σταθεί η κοινωνία και οι φορείς της και το πώς θα συνεχίσει να γράφεται η Ιστορία…