Ήμουν σχεδόν πεπεισμένος ότι ήταν ένας από αυτούς τους λεφτάδες, τους νεόπλουτους που κοίταζαν τον κοσμάκη από ψηλά, όπως συνήθως συμβαίνει με εκείνους που ξαφνικά γεμίζει η τσέπη τους και ξεχνούν από πού κατάγονται, από πού ήρθαν και πού θα καταλήξουν.

Τον γνώρισα παρακολουθώντας ως νεαρός ρεπόρτερ μια από τις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου Ηρακλείου στο οποίο μετείχε ως σύμβουλος εκλεγμένος επί δημαρχίας Καρέλλη.

Και μετέπειτα στο Δημοτικό Συμβούλιο με τον Κώστα Κληρονόμο αναλαμβάνοντας τις τύχες της ΔΕΥΑΗ. Ομολογώ ότι τότε μπερδεύτηκα. Μάλλον δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο, σκέφτηκα.

Ο μεγαλοξενοδόχος, ο επιτυχημένος επιχειρηματίας ήταν το ίδιο πρόσωπο με εκείνον που με πλησίασε και μου μίλησε τόσο ευγενικά, τόσο ήρεμα όταν του ζήτησα μια δήλωση; Πώς γίνεται ένας άνθρωπος με τέτοια πορεία, τέτοιο βεληνεκές να είναι τόσο απλός; Και να θέλει να προσφέρει στην πόλη του, να δίνεται έτσι στα κοινά; Είναι τόσο σοβαρό, συγκροτημένο και ηθικό άτομο όπως έδειχνε τότε στο Δημοτικό Συμβούλιο; Επιχειρηματίας που έβλεπε μπροστά, κοινωνικά ευαίσθητος, πολιτικοποιημένος όσοι λίγοι;

Και όμως!

Τώρα πια δεν έκανα λάθος. Αυτή η πρώτη εντύπωση που σχημάτισα στη διά ζώσης συνάντησή μας είναι αυτή που έχω ακόμη για σένα, αγαπητέ Γιάννη,- μπορώ να σε λέω έτσι, όπως σε έλεγα έκτοτε. Από τα σπάνια εκείνα πρόσωπα που συναντάς στη ζωή σου…

Τον εκτίμησα βαθιά, γιατί ήταν πραγματικά μια ιδιαίτερη και χαρισματική προσωπικότητα. Για όσα έκανε στον τουρισμό ίσως είναι γνωστά, τα μοναδικά ξενοδοχεία και το προϊόν που έχτισε βήμα βήμα, με μεγάλη προσοχή, αλλά και διορατικότητα.

Αυτό που δεν είναι ίσως γνωστό είναι το πόσο προσέφερε στο Ηράκλειο από τη θέση του δημοτικού συμβούλου, του προέδρου της ΔΕΥΑΗ- επί εποχής του έγινε το μεγαλύτερο έργο με τους αγωγούς όμβριων- και όχι μόνο- στο Ηράκλειο. Ο βιολογικός καθαρισμός, τεράστιες παρεμβάσεις και υποδομές που άλλαξαν την πόλη.

Ταυτόχρονα ο Γιάννης Σμπώκος δεν έχασε τον επιχειρηματικό του στόχο. Κι όλα αυτά τα χρόνια παρέμενε προσηλωμένος στην επιχειρηματική του δραστηριότητα, δημιουργούσε συνεχώς, αλλά ποτέ δεν αρνήθηκε τις υπηρεσίες στα κοινά, δεν είπε «όχι» σε άνθρωπο που χρειάστηκε τη βοήθειά του.

Δεν έδειξε πικρία ακόμη κι όταν πέρασε δύσκολες προσωπικές στιγμές στο τέλος της διαδρομής του.

Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα όσοι έχουν περάσει από τις επιχειρήσεις του λένε «ο κύριος Γιάννης, μοναδικός εργοδότης, εξαίρετος για όλους εμάς». Όλους όσους είχε στη δουλειά του- και ήταν πολλοί- τους ήξερε με το μικρό του όνομα.

Τίποτα όμως από όλα αυτά δεν αποσπούσε την προσοχή του, την αγάπη του για την οικογένειά του. Την ευρύτερη και τη στενή. Την Ελένη, την Αγάπη, την Κωστάντζα.

‘Έδινε τα πάντα. Δινόταν. Δεν υπήρχε άλλη σκέψη. Το ήξερα, το είχα ζήσει από πρώτο χέρι. Όταν μία φορά μού είχε τηλεφωνήσει με… το τρακ του πατέρα που έχει λατρεία στις κόρες του.

«Ξέρεις, η μικρή πήρε το πτυχίο, έχει κάνει μια καταπληκτική δουλειά. Πραγματικά αξίζει να τη δεις»μου είπε με την αμηχανία του ανθρώπου που το ήθος δεν του επιτρέπει υπερφίαλο και αλαζονικό ύφος.

-Να τη δούμε τη μικρή, να δούμε τι έχουν πάρει και οι κόρες από τους άξιους γονείς, του απάντησα με χιούμορ.

Ακόμη θυμάμαι τη συνέντευξη εκείνη με την Κωστάντζα. Είχε στοιχεία από τον μπαμπά. Και κατάλαβα ότι μαζί με την αδερφή της, όταν μεγαλώσουν, θα ανταποκριθούν σε αυτό που έφτιαξε ο ηγήτορας της οικογένειας.

Γιάννη Σμπώκο, έφυγες νωρίς. Αλλά πρέπει να είσαι περήφανος γι’ αυτά που άφησες. Για αυτά που δημιούργησες. Για τα παιδιά σου. Αλλά πάνω από όλα για το αποτύπωμα που αφήνεις στην κοινωνία, που σου οφείλει πολλά.