Εδώ και χρόνια είναι γνώριμοι σε κάθε λαϊκή κινητοποίηση αλλά εξακολουθούν να παραμένουν τόσο βολικά άγνωστοι

Αν είχε έστω και ένα ίχνος αυτοαναφορικότητας η δήλωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη « δεν θα επιτρέψω σε κανένα να μας διχάσει», θα είχε πραγματικό ενδιαφέρον, η απεύθυνσή του στην κοινωνία. Αλλά προφανώς δεν είχε.

Γι’ αυτό και άργησε. Αν τα λόγια αυτά είχαν ειπωθεί μετά τον άγριο ξυλοδαρμό πολίτη στη Νέα Σμύρνη που σόκαρε το πανελλήνιο, είναι φανερό ότι δεν θα φτάναμε στις «θλιβερές εικόνες» που ο πρωθυπουργός περιέγραψε, μετά την τεράστια συγκέντρωση ενάντια στη βίαιη καταστολή και αστυνομοκρατία.

Η συναισθηματική φόρτιση του πρωθυπουργού, δεν ενεργοποιήθηκε, όταν χτυπήθηκε άγρια και αναίτια πολίτης από αστυνομικούς. Αυτό κατά τον κ.Μητσοτάκη, δεν ήταν ένα γεγονός που θα πρέπει να μας αφυπνίσει. Εκεί δεν ένιωσε να διχάζεται με την κοινωνία.

Ούτε ένιωσε να προσβάλλεται από τις «θλιβερές εικόνες βίας». Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, το γεγονός ότι λίγες ώρες μετά το  σοκ και δέος της εικόνας του ξυλοδαρμού στη Νέα Σμύρνη, ο πολίτης εξακολούθησε να τρώει ξύλο με το χειραγωγικό διασυρμό του.

Κυβερνητικοί βουλευτές έσπευσαν να ανακοινώσουν δημόσια στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, το όνομά του και να τον στοχοποιήσουν για το πολιτικό μητρώο του και τα φρονήματά του, σε μια προσπάθεια να μπαλατζάρουν  με την δοκιμασμένη τεχνική των «ίσων αποστάσεων», την οργή της κοινής γνώμης.

Όμως ο πρωθυπουργός, ούτε εκεί είδε τον διχασμό και ασφαλώς δεν ένιωσε την ανάγκη να αντιδράσει με ένα ενωτικό μήνυμα, μετά τους βάναυσους τραυματισμούς των γκλομπς και των πολιτικών επιθέσεων σε πολίτη, που έκαναν μια ολόκληρη κοινωνία να κραυγάζει «πονάω».

Ίσως επειδή το πραγματικό μήνυμα του κ. Μητσοτάκη προς την κοινωνία είχε σταλεί νωρίτερα. Δόθηκε με το εναρκτήριο λάκτισμα της άγριας καταστολής και της ωμής χρήσης βίας, μέσα από την εργαλειακή διαχείριση της πανδημίας.

Δόθηκε όταν μπήκε «η δροσερή πνοή της ελευθερίας στα Πανεπιστήμια» με τις δυνάμεις των ΜΑΤ να σέρνουν στο τσιμέντο σαν σφαχτάρι κατακόκκινο το γυμνό σώμα του φοιτητή, επειδή τόλμησε να έχει άποψη και να διεκδικεί.

Και ο λαός απάντησε στην αστυνομοκρατία και στον αυταρχισμό. Δεν κατέβηκε στο δρόμο τυχαία και αναίτια. Είναι απολύτως συγκεκριμένες οι πολιτικές πρακτικές που προκάλεσαν την οργή και την αγανάκτηση του κόσμου που εδώ και τόσο καιρό μένει σιωπηλός με τον αναγκαστικό εγκλεισμό της καραντίνας παρά τις αφόρητες πιέσεις που δέχεται.

Όλος αυτός ο κόσμος που βγήκε στο δρόμο, άνεργος, απλήρωτος, φτωχοποιημένος, έδωσε το μήνυμά του στην κυβέρνηση, φωνάζοντας ένα δυνατό «πονάω»… «φτάνει πια»…

Και είναι εντελώς κατανοητό το ποιοι ωφελούνται από το γεγονός, ότι το πραγματικό μήνυμα που έστειλε η κοινωνία προς την κυβέρνηση, δεν προτάσσεται, καθώς η συζήτηση μοιραία μετατοπίζεται στον απαράδεκτο, προκλητικό και με όλους τους τρόπους καταδικαστέο τραυματισμό αστυνομικού από κουκουλοφόρους, που εδώ και χρόνια είναι γνώριμοι σε κάθε λαϊκή κινητοποίηση αλλά εξακολουθούν να παραμένουν τόσο βολικά άγνωστοι.