Όταν ήμασταν παιδιά, ξορκίζαμε τους φόβους του καλοκαιριού ανάμεσα σε δύο Αγίους, στα τέλη Αυγούστου. Τον καλό Άγιο, τον Άγιο Φανούριο, που μας έβρισκε από τα χαμένα μας τετράδια και μολύβια μέχρι γαμπρούς και νύφες για τους «σιτεμένους» του σογιού, και τον Άγιο που φοβόμασταν.

Άσε δε που μπορεί οι γιαγιάδες μας και οι μανάδες μας να του έφτιαχναν φανουρόπιτες, για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες της δικής του μάνας, αλλά εμείς τις τρώγαμε και τις απολαμβάναμε!

Ήταν όμως κι ο άλλος Άγιος. Ο Άι Γιάννης ο Ριγολόγος φάνταζε πραγματικά τρομακτικός στα παιδικά μας μάτια, αφού πιστεύαμε ακράδαντα πως αν κάναμε το λάθος και τρώγαμε «λεριά» θα μας έπιανε ρίγος.

Και κάποιες φορές που κάναμε το «λάθος» να μην νηστέψουμε δοκιμάζοντας την … παντοδυναμία μας και τις αντοχές του Άι Γιάννη του Ριγολόγου, τρέμαμε στην κυριολεξία σαν τα ψάρια!

Τα χρόνια πέρασαν και πολλά άλλαξαν εκτός ίσως από ένα: την ανάγκη μας να ξορκίσουμε ξανά τους φόβους, που τώρα δυστυχώς είναι πολλοί και μόνιμοι.

Έχουν, δε, σημαντική διαφορά από κείνους που είχαμε τότε και επικεντρώνονταν στο πώς θα βγάλουμε τη σχολική χρονιά που σε λίγο θα άρχιζε ή αν οι γονείς μας θα μας πήγαιναν στο ένα ή στο άλλο πανηγύρι στα διπλανά χωριά.

Το χειρότερο είναι πως είναι πολλοί και διαφορετικοί οι φόβοι μας και ξεκινούν από την ώρα που ξυπνάμε ως την ώρα που κοιμόμαστε και ο ανήσυχος ύπνος που κάνουν οι περισσότεροι από μας δείχνει πως ούτε τη νύχτα δεν σταματάνε.

Οι περισσότεροι από αυτούς πραγματικοί. Θέματα υγείας, οικονομικές δυσκολίες, ποιότητα ζωής στον τόπο που ζούμε, προβλήματα με τους ανθρώπους που συμβιώνουμε στα σπίτια μας, στις γειτονιές μας, στις δουλειές μας, στην πόλη μας.

Προκειμένου, δε, να τους ξορκίσουμε, αρχίζουμε τα κλισέ περί ουσίας της ζωής και χαριτολογώντας γράφουμε σε κοινωνικά δίκτυα τσιτάτα του τύπου « η ζωή είναι λίγη και λήγει» ή παροιμίες «να μη σου δίνει ο Θιός όσα μπορείς να αντέξεις» και πολλά αλλά φιλοσοφημένα και σύγχρονα για όσα δεν ανεχόμαστε πλέον στα 50 κ.λπ.

Και μετά, αφού «ξορκίσουμε» τους φόβους μας, μένουμε εκεί στους τέσσερις τοίχους να τους αντιμετωπίσουμε. Και να τα αντικαταθλιπτικά, τα ψυχοφάρμακα, οι ψυχολόγοι και οι ψυχίατροι.

Παλεύουμε με πραγματικούς και φανταστικούς δαίμονες, άλλους νικάμε και προχωράμε, άλλους καταφέρνουμε να τους αφήσουμε πίσω μας κι άλλους τους παίρνουμε μαζί μας και προχωράμε.

Παράλληλη διαδρομή σε όλη αυτήν την ιστορία η επικαιρότητα, που… μας σέρνει και μας «ξυπνά» πότε με σεισμούς, φωτιές, βιασμούς, πυροβολισμούς και πότε με το lifestyle του ποιος ήρθε στον τόπο μας για διακοπές ή τον γάμο του Στέφανου Κασσελάκη στα Χανιά.

Και κάπου εκεί προβάλλουν- τρομακτικά για κάποιους, ελπιδοφόρα για κάποιους άλλους- τα μέτρα που θα εξαγγείλει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.

Μέσα στην παραζάλη διαπιστώνουμε ότι το μικρό παιδί που είχαμε μέσα μας, εκείνο που φοβόταν τον Άι Γιάννη να μην του στείλει… ρίγος είναι εδώ. Πιο ζωντανό και πιο ακμαίο από ποτέ. Να σηκώνεται και να προσπαθεί ξανά να φάει ένα παγωτό του Άι Γιαννιού του Ριγολόγου χωρίς να καταλήξει να τρέμει και να σκέφτεται πως κι «ο Άγιος φοβέρα θέλει».

Άραγε εμείς οι υπόλοιποι δεν θέλουμε φοβέρα; Όχι αυτή τη φορά για να ξορκίσουμε τους φόβους μας, αλλά για να βάλουμε στη θέση του ό,τι μπαίνει και να αγνοήσουμε ό,τι δεν μπαίνει.

Όχι με φιλοσοφημένες αναρτήσεις, αλλά με την καθημερινότητα της ζωής μας.