Πριν από λίγες μέρες τα σχολειά άνοιξαν ξανά και έφεραν μια νότα αισιοδοξίας και ελπίδας στην μίζερη καθημερινότητα μας. Περισσότερο βέβαια οι αναμνήσεις μας και πολύ λιγότερο αυτό που σήμερα βλέπουμε ως εκπαίδευση με ελλείψεις, προβλήματα και όλα… να αλλάζουν κι όλα να παραμένουν ίδια.

Και ήταν πριν από 54 χρόνια όταν φεύγαμε από την αγκαλιά της αγαπημένης μας δασκάλας, της νηπιαγωγού μας της κυρίας Πέλλας για να πάμε στο «μεγάλο σχολείο».

Εκεί έξω από το 1ο Δημοτικό Σχολείο Μοιρών βλέπω ένα κοριτσάκι. Δυσκολεύομαι να αναγνωρίσω, με την καινούρια της ποδιά, την αγαπημένη μου φίλη και γειτονοπούλα τη Βαγγελίτσα.

Όταν όμως την αναγνωρίζω αρχίσω να καταλαβαίνω τις εκφράσεις που άκουγα να λένε οι μεγάλοι «όαση μέσα στην έρημο», «τυφλός που βρήκε το φως του».Μου απλώνει το μικρό της χέρι; Το πιάνω. Ω, είναι κι αυτό παγωμένο σαν το δικό μου.

Διασχίζουμε μαζί τα πενήντα μέτρα ως την είσοδο του σχολείου. Ρίχνω μια τελευταία ματιά πίσω μου. Βλέπω τη μητέρα μου να με κοιτά χαμογελαστή αλλά και ανήσυχη.

Χαμογελώ κι εγώ. Τη βλέπω πιο ήρεμη.

Η Βαγγελίτσα με τραβά. Μπαίνουμε σε μια αυλή γεμάτη παιδιά. Καταλαβαίνω πως πολλά από αυτά, βλέπω τα μάτια τους, είναι τρομαγμένα σαν εμένα. Όλη η ανησυχία μου φεύγει ως δια μαγείας.

Τουλάχιστον δεν είμαι μόνη μου σε αυτό τον… Γολγοθά!

Έμεινα στο 1ο Δημοτικό των Μοιρών τέσσερα χρόνια μαθαίνοντας τα πρώτα μου γράμματα, πολλά και σπουδαία πράγματα, με δασκάλα την κυρία Κατίνα.

Και μετά η συγκυρία με έφερε στο χωριό για τις δύο τελευταίες τάξεις του δημοτικού.

Εκεί που σιγά – σιγά το μεγάλο μας καλοκαιρινό διάλειμμα έπαιρνε τέλος μαζί και οι μεγάλες κάψες, και έχοντας ακόμα στο στόμα μας τις γεύσεις από μουσταλευριές, σταφύλια, καλοκαιρινές ντομάτες, σύκα και δροσερά καρύδια αρχίζαμε τις προετοιμασίες για το σχολειό.

Οι μπλε ποδίτσες με την ποπλίνα και το λευκό γιακαδάκι έβγαιναν από τα μπαούλα, αν μας έκανε η περυσινή αλλιώς παίρναμε της μεγαλύτερης αδερφής ή της ξαδέρφης.

Στην έσχατη περίπτωση μια καινούρια αγορασμένη από το Σαββατιάτικο παζάρι των Μοιρών.

Οι ελβιέλες και τα λαστιχένια γαλοτσάκια ήταν τα καθημερινά παπούτσια για το σχολείο, τα αγοράζαμε από τον αείμνηστο Στέργιο που μας τα έφερνε στο χωριό,  και για τα σχολιανά είχαμε καιρό.

Σειρά είχαν η τσάντα, κάθε δύο, τρία ή και τέσσερα χρόνια κι όχι τίποτα φανταχτερό, μια απλή τσάντα, τα τετράδια, τα στυλό και τα μολύβια. Ότι ξεχνούσαμε να πάρουμε από τις Μοίρες, καθώς λίστες δεν εδίδονταν εκείνη την εποχή, μας εξυπηρετούσαν τα δύο μπακάλικα του χωριού.

Κι ύστερα η πρώτη μέρα, στο μικρό και στο μεγάλο σχολειό. Το ένα του κράτους και το άλλο νοικιασμένο στέγαζαν εκείνη την εποχή 60 παιδιά σε έξι τάξεις στην Πλώρα.

Φτάναμε πάντα νυσταγμένα από το λίγο ύπνο και κουρασμένα από το πολύ παιχνίδι, με αμφιλεγόμενη όρεξη, αφού αυτή «παλάντζαρε» μεταξύ παιχνιδιού και μάθησης. Στην αυλή του μεγάλου σχολειού ξαναβλέπαμε τα ίδια παιδιά που βλέπαμε όλο το Καλοκαίρι αλλά τώρα φορούσαν τα καλά τους.

Και κάπου εκεί ξεκινούσαμε τη χρονιά, με όνειρα, ελπίδες και προσδοκίες που όλο μεγάλωναν και τις νύχτες στα όνειρα μας γιγαντώνονταν.

Τα χρόνια πέρασαν κι εμείς παλεύαμε να «αγγίξουμε» το όνειρο, με προαγωγικές εξετάσεις στην Ε’ και ΣΤ’ Δημοτικού, εισαγωγικές στο Γυμνάσιο, διπλές εξετάσεις Φεβρουάριο και Ιούνιο ως την Γ’ Γυμνασίου, εισαγωγικές στο Λύκειο και ξανά εξετάσεις κάθε χρόνο για να φτάσουμε στις πολυπόθητες Πανελλήνιες.

Και μετά σπουδές και μετά δουλειές. Μια ανάσα ήταν η ζωή και πέρασε μόνο που τα ξεκινήματα κάθε χρόνο ήταν ελπιδοφόρα.

Μας λείπουν εκείνες οι ενάρξεις της σχολικής χρονιάς και ό,τι τις συνόδευε, και η νοσταλγία ξεχειλίζει. Έτσι, γιατί δεν αντέχουμε όλα όσα βλέπουμε γύρω μας!