Είδαν και έπαθαν να του εξηγήσουν τι σημαίνει, μπας και γλυτώσουν το μπαταρισμένο κεφάλι του Γιαννιού

Ο Τζωρτζ  από το Αμέρικα φέτος το καλοκαίρι πήρε την οικογένεια και ήρθε στην Κρήτη για να τιμήσει τις ρίζες του. Έχουν περάσει σχεδόν 40 χρόνια από την εποχή που ήταν παιδί με κοντά παντελονάκια και έτρεχε στα σοκάκια του χωριού του.

«Ήρθε το Αμερικανάαααακι» φώναζαν τα κοπέλια. Μαζεύονταν γύρω του και το περιεργάζονταν σαν κάτι το ξεχωριστό, το ιδιαίτερο. Και εκείνος, με τα κόκκινα μαγουλάκια που ήταν ζωγραφισμένα με διάσπαρτες φακιδούλες,  τα ακολουθούσε πιστά σαν κουταβάκι στις εξερευνήσεις στα ρυάκια και στα χωράφια.

Και έκανε υπερπροσπάθεια να φανεί αντάξιος στα πεντόβολα. Ένα απόγευμα το πρόσωπό του σάστισε σαν άκουσε το Γιαννιό να του φωνάζει τρομοκρατημένο: «Νο, nο Τζωρτζ, θα με ξεκαυκαλώσεις!».

Ο Τζωρτζ είχε αρπάξει μία τεράστια κοτρόνα και ετοιμαζόταν να την προσγειώσει στο κεφάλι του Γιάννη. «Xekafkaloseis; What is that;»  απόρησε. Είδαν και έπαθαν  να του εξηγήσουν τι σημαίνει, μπας και  γλυτώσουν το μπαταρισμένο κεφάλι του Γιαννιού.

Τα χρόνια πέρασαν και ο Τζωρτζ «πιάστηκε» καλά στην Αμερική. Υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλης εταιρείας, καλοπαντρεμένος και πολυταξιδεμένος στα πέρατα της γης.

Ένιωσε ότι είχε φθάσει το πλήρωμα του χρόνου να επιστρέψει στις ρίζες του και να «συστήσει» στη σύζυγο και στον 13χρονο γιο τους, τον Nick,  την Κρήτη και το χωριό των παππούδων του. O Nick, μοναχοπαίδι, κολεγιόπαιδο, με τα ρωσικά, τα γαλλικά και το πιάνο του…

Δυσκολεύομαι να θυμηθώ άλλη περίπτωση παιδιού να κοιτάει με τόση λαχτάρα την μπάλα που έπαιζαν κοπέλια του χωριού στο πλακόστρωτο πλατειάκι. Δεν θυμάμαι άλλο παιδί να τρώει τις χορτόπιτες, τους ανθούς και τα σκιουφιχτά  μακαρόνια  σαν να μην υπάρχει αύριο και να εκστασιάζεται μπροστά στην ψησταριά με τα σουβλάκια και τις χειροποίητες πίτες.

Οι φωτιές του Άι Γιάννη λαμπυρίζουν στα μάτια του και πιάνει την κοιλιά του από τα γέλια σαν του εξηγούν τους στίχους του «πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι».

Και είναι πρώτος-πρώτος στο πλήθος που ακολουθεί τους οργανοπαίχτες στα σοκάκια για την καντάδα στις ανύπανδρες κοπέλες.

«Μπαμπά, εδώ θέλω να μείνουμε» τού λέει ενθουσιασμένος σε σπαστά ελληνικά και τρέχει  να σμίξει με τα χωριανάκια που του φώναζαν: «έλα Nick the Greek!!!».