Και η μητέρα μου πάντα να ρωτά  παιχνιδιάρικα για τα γαρδούμια και το ψητό, περιμένοντας την επιβράβευση «Δεν ξέρω αν τα πέτυχα φέτος», κι  ο Μανώλης με τον Γιάννη να απαντούν «Γεια στα χέρια σου, ξαδέρφη.  Φέτος είναι καλύτερα από ποτέ».

Η  φράση έγινε κλισέ: «Τίποτα δεν θυμίζει τη ζωή όπως την ξέραμε» ή «Αυτό το Πάσχα δεν θα είναι σαν όλα τ΄ άλλα». Εντάξει, το καταλάβαμε, τίποτα δεν είναι όπως παλιά.

Όλοι έχουμε τα δικά μας παιχνίδια του μυαλού, για να κρατηθούμε αισιόδοξοι σε δύσκολους καιρούς. Θυμάμαι εκεί στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης  έλεγα: «Θεέ μου, να έρθει η μέρα που δεν θα ξέρω το όνομα του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας» και να που τώρα ελάχιστοι γνωρίζουμε τον κ. Σολτς.

Άλλωστε, ποτέ κανείς δεν θα είναι Σόιμπλε… Το ίδιο  προσπαθώ και με τον κοροναϊό. Σκέφτομαι πότε θα έρθει η μέρα που δεν θα έχουμε ενημέρωση στις 6, δεν θα θυμόμαστε τον «στρατηγό», παρά μόνο αμυδρά. «Άραγε Τσιόδρα τον έλεγαν ή Τσιόρδα; Θυμάται κανείς;».

Ένα Πάσχα που δεν είναι κανονικό. Σαν να έχει πατηθεί «pause» που θα μας εκτοξεύσει στο επόμενο. Κι όλοι θα λέμε «θυμάστε το περσινό “να πάει και  να μην ξανάρθει, Παναγία και Χριστέ μου”» και δώσ’ του να τζουγκρίζουμε τα κόκκινα αβγά για να ξορκίσουμε το κακό. Κι όλοι μαζί, κυρίως όλοι μαζί. Κι όλα αυτά καθισμένοι στο πασχαλιάτικο τραπέζι, που θα είναι ανοικτό, κι ένα βηχαλάκι θα είναι απλώς κρυωματάκι και όχι ο τρόμος ενός ιού.

Όμως η σκέψη παλεύει να μην πάει σε πασχαλιές πιο μακρινές, τότε που όλα ήταν πιο ανέμελα, χωρίς μαύρα σύννεφα. Τότε που μαζί μας ήταν αγαπημένα πρόσωπα που τώρα έχουν «φύγει». Ο αγαπημένος μου πατέρας, οι γιαγιάδες μου, η Κατίνα και η Περσεφόνη, η θεία Θεανώ, αγαπημένη κι αυτή, με ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή μου αργότερα όταν ο  θάνατός της έγινε η ζωή μου…

Στην Ανάσταση περιμέναμε τη θεία μου με τον γιο της τον Γιάννη να κλείσουν το μαγαζί και να έρθουν στο σπίτι μας για να γιορτάσουμε όλοι μαζί. Ο Γιάννης, μεγάλο πειραχτήρι μαζί με τα αδέρφια μου, τον Μάνο και τον Αντώνη, πήγαιναν από το παράθυρο της κουζίνας όπου γίνονταν οι ετοιμασίες κι έριχναν πλακατζίκια. Και δώσ’ του να φοβούνται η Κατίνα και η Θεανώ και να κάνουν ότι αγριεύουν στα πειραχτήρια…

Ακόμα θυμάμαι εκείνη τη χρονιά που ακριβώς γι’ αυτά τα πλακατζίκια είπαμε να πάμε στο μοναστήρι στην Αγκάραθο. Τι κατάνυξη, τι ψαλμωδίες, πόσο καταλάβαινες τα λόγια και το νόημα της Ανάστασης!

Η θεία μου κλασικά, κάθε χρόνο έφερνε από το σπίτι  συκώτι τηγανητό, ενώ το πρώτο πιάτο που ετοίμαζε πάντα η μαμά μου ήταν σούπα με βραστό κοτόπουλο, για να στυλωθούν από την κούραση η θεία κι ο ξάδελφος.

Ακολουθούσε το ψητό  με τις υπέροχες πατάτες και τα καταπληκτικά γαρδουμάκια της μαμάς μου, της κυρίας Δέσποινας. Κι όταν αργότερα η οικογένεια μεγάλωσε κι ήρθε ο Μανώλης, ο άντρας της Ελένης, η μικρή τότε Κατερίνα, η νύφη μου η Νίκη, τα νεότερα μοντέλα του σογιού, τα ανίψια μου ο Μίλτος και η Όλγα, οι συμπέθεροι, το σαλόνι κι η τραπεζαρία σχεδόν δεν μας χωρούσε.

Και η μητέρα μου πάντα να ρωτά  παιχνιδιάρικα για τα γαρδούμια και το ψητό, περιμένοντας την επιβράβευση: «Δεν ξέρω αν τα πέτυχα φέτος». Κι ο Μανώλης με τον Γιάννη να απαντούν: «Γεια στα χέρια σου, ξαδέρφη. Φέτος είναι καλύτερα από ποτέ». «Γεια στα χέρια σου, μαμά μου, αξεπέραστη Μικρασιάτισσα μαγείρισσα. Να  ‘σαι πάντα καλά».

Ανάσταση, ναι, ένα Πάσχα διαφορετικό, αλλά όχι ένα Πάσχα χαμένο. Ο ιός δεν μπορεί να νικήσει. Το φως θα νικήσει το σκοτάδι. Πάσχα δεν είναι μόνο το αρνί, τα πανηγύρια. Είναι κι αυτά,  είναι οι αναμνήσεις μας. Τα Αγία Πάθη δείχνουν τον δρόμο, σ’ αυτόν που υπάρχουν δυσκολίες και προβλήματα. Όμως πάντα ακολουθεί η Ανάσταση, η ζωή. Χριστός Ανέστη! Και του χρόνου όλοι μαζί!