Ήταν στραβό το κλίμα ήρθε και η κρίση και το αποτελείωσε
Λέμε συνεχώς τη φράση κλισέ “χώρα γερόντων η Ελλάδα’’, όταν θέλουμε να συνοψίσουμε το ζοφερό μέλλον της χώρας από τη μάστιγα της υπογεννητικότητας. Δυστυχώς όμως το κλισέ όχι απλώς επιβεβαιώνεται αλλά τα δημογραφικά στοιχεία έρχονται να συνθέσουν ένα ιδιαίτερα απαισιόδοξο σενάριο για το μέλλον της Ελλάδας. Ήτανε στραβό το κλίμα ήρθε και η κρίση και το αποτελείωσε…
Το 2018 οι γεννήσεις στη χώρα μας ανήλθαν στις 87.074, δηλαδή ήταν 33.812 λιγότερες από τους θανάτους, με αποτέλεσμα οι ειδικοί να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και να προτείνουν άμεσες δράσεις.
Ο πληθυσμός των παιδιών ηλικίας 3 έως 17 ετών θα μειωθεί, από 1,6 εκατομμύριο που είναι σήμερα, στο 1-1,4 εκατομμύριο το 2050. Το 2020 ένα στα επτά παιδιά που θα γεννηθούν στην Ελλάδα θα έχουν έναν τουλάχιστον αλλοδαπό γονιό.
Τι φταίει όμως και οι Έλληνες δεν τεκνοποιούν;
Σύμφωνα με μελέτη για την υπογεννητικότητα από την αστική μη κερδοσκοπική οργάνωσης HOPEgenesis, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Πειραιώς,οι λόγοι είναι μεταξύ άλλων: Η δυσκολία πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, το υψηλό κόστος προγεννητικού ελέγχου, το υψηλό κόστος τοκετού και ελέγχου της κύησης στις ακριτικές ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές, η δυσκολία πρόσβασης σε βρεφονηπιακό σταθμό στις ημιαστικές περιοχές .
Οι παράγοντες που συντελούν στην αποδόμηση κάθε επιθυμίας για τεκνοποίηση, επηρεάζοντας ένα ζευγάρι να μην αποκτήσει παιδιά, ποικίλουν, αλλά κυρίως συνοψίζονται: O πρώτος, η αβεβαιότητα, στον εργασιακό χώρο. Ο δεύτερος παράγοντας έχει τρεις διαστάσεις: Τη διαθεσιμότητα υπηρεσιών υγείας, την πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας.
Ο τρίτος και κυριότερος παράγοντας είναι ο οικονομικός, αφενός λόγω της οικονομικής κρίσης αφετέρου λόγω της μεγάλης σημασίας που έχει το οικογενειακό εισόδημα κατά τη διάρκεια της ζωής ενός παιδιού, όπως και ο παράγοντας του διαθέσιμου χρόνου που αποτελεί έναν περιορισμό κυρίως στα πρώτα χρόνια ζωής των παιδιών. Συνεπώς, η επίπτωση του εισοδήματος έχει έναν πιο μακροχρόνιο ορίζοντα.
Το 86% των ενδιαφερόμενων θα προχωρούσε άμεσα σε διαδικασία τεκνοποίησης, εφόσον καλύπτονταν οι οι ιατρικές δαπάνες κύησης και τοκετού. Σύμφωνα με τη μελέτη, η μεγαλύτερη προτεραιότητα για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας έγκειται στην αναστροφή των πτωτικών τάσεων στη γονιμότητα του γηγενούς πληθυσμού.
Όπως τονίζεται, για να επιτευχθεί αυτό πρώτη προϋπόθεση είναι η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη της χώρας, σε μακροχρόνια βάση. Στη συνέχεια, πρέπει να εκπονηθεί μία εθνική πολιτική οικονομικής ενίσχυσης των οικογενειών για τις δαπάνες εγκυμοσύνης και, κυρίως, τοκετού, καθώς και των δαπανών για βρεφονηπιακούς σταθμούς.
Τα συμπεράσματα δείχνουν ότι δεν υπάρχουν γενικές λύσεις για όλες τις περιπτώσεις σε σχέση με τον γηγενή πληθυσμό, αλλά θα πρέπει να σχεδιαστούν επιμέρους πολιτικές για τη βελτίωση του δείκτη γεννήσεων ανάλογα με το επίπεδο οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης των περιφερειών της χώρας.
Οι πολιτικές υγείας οφείλουν να στοχεύουν στο να αυξάνουν το σχετικό εισόδημα, το οποίο αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της γεννητικότητας. Και οι πολιτικές προσαρμογές οφείλουν να στοχεύουν στην αύξηση του σχετικού εισοδήματος, ώστε να μειώσουν το οικονομικό φορτίο των νοικοκυριών.
Για την ανατροπή της υπογεννητικότητας του πληθυσμού στη χώρα θα πρέπει να εκπονηθεί μία συνολική στρατηγική, που θα βασίζεται στο γεγονός της υπερεπάρκειας πόρων από την πλευρά της «προσφοράς υπηρεσιών υγείας» με μία πολιτική οικονομικής υποστήριξης και υποδομών.