Άλλη μια ποδοσφαιρική χρονιά ολοκληρώνεται σε λίγες μέρες για τον ΟΦΗ με το πρόσημο να είναι αρνητικό. Η εξασφάλιση της παραμονής μια αγωνιστική πριν από το τέλος των πλέι άουτ μαρτυρά το μέγεθος της αποτυχίας. Συμπληρώνονται φέτος  έξι χρόνια από την ανάληψη της ιδιοκτησίας της ΠΑΕ από τον Ελληνοαμερικανό επιχειρηματία Μιχάλη Μπούση και σε αυτή την εξαετία, με εξαίρεση την περίοδο 2019-20 που κατάφερε μέσω της 5ης θέσης να κερδίσει ένα ευρωπαϊκό εισιτήριο, τις υπόλοιπες πέντε περιορίστηκε σε ρόλο κομπάρσου συμμετέχοντας στα πλέι άουτ και είτε σώθηκε στο φινάλε είτε είχε μια αδιάφορη σεζόν.

Την πρώτη χρονιά του Μιχάλη Μπούση, που ήταν και η πρώτη μετά την επάνοδο στη Σούπερ Λιγκ, τερμάτισε στην 13η θέση και οδηγήθηκε σε αγώνα-μπαράζ με τον Πλατανιά, που κέρδισε την παραμονή του με γκολ του Ναμπί(3-2) στο τελευταίο λεπτό των καθυστερήσεων. Η επόμενη ήταν η καλύτερή του σεζόν, με την 5η θέση να τον οδηγεί στα πλέι οφ και στην Ευρώπη, στα οποία δυστυχώς έπεσε στην περίοδο του κοροναϊού και αποκλείστηκε από το πρώτο του παιχνίδι με τον Απόλλωνα Λεμεσού (0-1) στο Ηράκλειο.

Ακολούθησε μια πολύ καλή σεζόν (2020-21) κατά την οποία τερμάτισε στην 13η (προτελευταία) θέση και τελικώς σώθηκε στα πλέι άουτ. Το 2021-22 έχασε την εξάδα για ένα τρίποντο από τον ΠΑΣ Γιάννινα, το 2022-23 ολοκλήρωσε στην 9η θέση και φέτος (2023-24) βρέθηκε ένα σκαλί πιο κάτω στη βαθμολογία (10ος) εξασφαλίζοντας την παραμονή του μόλις μια αγωνιστική πριν από το τέλος των πλέι άουτ.

Σε αυτά τα έξι χρόνια ο ΟΦΗ άλλαξε επτά προπονητές. Ξεκίνησε με Νίκο Παπαδόπουλο και συνέχισε με Χάιμε Βέρα, Γιώργο Σίμο, Νίκο Νιόπλια, Βάλντας Νταμπράουσκας, Πέπε Μελ και Τραϊανό Δέλλα. Είναι χαρακτηριστικό ότι φέτος σε μια σεζόν άλλαξε τρεις προπονητές, συνεπεία της κακής πορείας και των λανθασμένων επιλογών από τους διοικούντες. Φτάσαμε, λοιπόν, στο τέλος μιας ποδοσφαιρικής σεζόν που κανείς δεν θέλει να θυμάται και περνάμε στο κατώφλι της καινούριας, η οποία συμπίπτει με τα ιστορικά γενέθλια των 100 χρόνων από την ίδρυση της ομάδας.

Αν και εξωαγωνιστικά έχουν γίνει τεράστια βήματα αυτά τα έξι χρόνια, σε αγωνιστικό επίπεδο ο ΟΦΗ παραμένει ακόμα μακριά από αυτό που επιβάλλει η ιστορία του. Δεν θα φτάσει όμως εκεί που ονειρεύεται ούτε με μια θέση στην εξάδα ούτε με ένα κύπελλο, όσο κι αν αυτός ο στόχος είναι το μεγάλο απωθημένο, καθώς έχουν περάσει 37 χρόνια από την πρώτη και μοναδική κατάκτησή του. Επίπεδο θα αλλάξει και θα διεκδικήσει ξανά μια θέση στο κλαμπ των μεγάλων μόνο με ένα νέο, δικό του γήπεδο. Αυτό θα του δώσει την ώθηση και το «καύσιμο» για να προχωρήσει και θα ανανεώσει το ενδιαφέρον του κόσμου, φέρνοντάς τον ξανά πίσω στις εξέδρες.

Γήπεδο. Μια μεγάλη κουβέντα που γίνεται εδώ και χρόνια και που είναι και ο στόχος του ίδιου του μεγαλομετόχου. Το ερώτημα όμως είναι σε ποιο σημείο βρίσκεται σήμερα αυτό το θέμα, καθώς κάποια σχέδια που μπορεί να υπήρξαν στην αρχή πλέον έχουν αλλάξει. Υπάρχει ακόμα στην ατζέντα κι αν ναι σε ποια θέση; Η κατασκευή νέου γηπέδου δεν είναι εύκολη υπόθεση και δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη.

Πρέπει να βρεθεί ο χώρος, να γίνουν οι μελέτες και να ξεπεραστεί το τέρας της γραφειοκρατίας και όλα τα εμπόδια που μπορεί να προκύψουν. Έχει τη δύναμη, την υπομονή, το κουράγιο αλλά και την οικονομική δυνατότητα να παλέψει για να το πετύχει; Είναι χρονοβόρα η διαδικασία, αλλά είναι και η μόνη λύση για τον ΟΦΗ, διότι το Γεντί Κουλέ δεν μπορεί πλέον να χωρέσει τα όνειρά του. Αγωνιστικά, μια χρονιά στην Ευρώπη δεν θα κάνει τη διαφορά, ένα νέο γήπεδο όμως θα δώσει προοπτική. Αλλιώς πολύ φοβάμαι ότι ο ΟΦΗ θα είναι για πολλά ακόμα χρόνια ο φτωχός συγγενής των «μεγάλων» του ελληνικού ποδοσφαίρου, βαλτωμένος στη σημερινή μετριότητά του…