Ένας δύσκολος χρόνος πέρασε και άφησε σημάδια
Ένας χρόνος από το ξέσπασμα της πανδημίας και στη χώρα μας. Ένας χρόνος ατέλειωτος που πέρασε δύσκολα. Το μαρτύριο της σταγόνας. Που μετράμε τη μέρα κάθε… μέρα, κόβουμε τα δόντια της χτένας σαν τους φυλακισμένους ή τους φαντάρους που περιμένουν την απόλυσή τους! Αλλά πέρασε. Και φεύγει, αφήνει μόνο μνήμες. Πώς το έλεγε ο Αλμπέρ Καμύ; «Όταν οι μέρες φαίνονται ατέλειωτες, είναι που αρχίζουν τα χρόνια να περνάνε γρήγορα».
Από την πρώτη στιγμή, από τότε που ο Τσιόδρας ανακοίνωνε τα κρούσματα στη χώρα μας το ταξίδι στη μελαγχολία και το φόβο ξεκίνησε. Δεν ξέραμε πού πάμε, δεν γνωρίζαμε ποιος ήταν ο εχθρός, πού θα χτυπούσε. Σχεδόν δεν το πιστεύαμε ότι υπάρχει στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο, τόσο ύπουλο, τόσο φρικώδες.
Μέχρι που έφτασαν οι πρώτες ειδήσεις και εικόνες από την Ιταλία. Στη γείτονα δεν είχαν πια πού να βάλουν τους αρρώστους, δεν πρόφταιναν να θάβουν τους νεκρούς τους. Μέχρι που φτάσαμε κι εμείς να έχουμε απώλειες. Ο Μανόλης Αγιομυργιαννάκης, ο κρητικός ήταν ο πρώτος που χάθηκε σε αυτό τον πόλεμο (ζούσε στην Αχαϊα) , σιγά σιγά φτάνανε τα μαντάτα από όλες τις περιοχές. Λίγο μετά, εδώ, ο άτυχος Γερμανός Andreas Hilboll ήταν το πρώτο θύμα στην Κρήτη.
Η θλίψη, ο τρόμος και ο υφέρπων πανικός χτυπούσαν κόκκινο. Και καθίσαμε μέσα στην πρώτη καραντίνα, ούτε για δυο μήνες, που μας φάνηκαν αιώνας. Να λέμε αλήθεια αυτός ήταν και ο βασικός λόγος- και όχι η… παροιμιώδης πειθαρχία μας- που τηρήσαμε μέτρα, αποστάσεις, οδηγίες. Δεν ξέραμε από πού θα μας έρθει, πώς θα τον αντιμετωπίσουμε. Ποιος ήταν ο εχθρός. Στα σύνορα του Έβρου τον βλέπαμε, τον στοχεύαμε. Στην αγορά, στους δρόμους, στα σπίτια μας καμουφλαριζόταν σαν χαμαιλέοντας απείρως μικρότερος και επικίνδυνος από την αθώα σαύρα.
Χάσαμε Απόκριες, χάσαμε Πάσχα και Πρωτομαγιά. Όλες τις ωραίες στιγμές που ξανανιώθεις άνθρωπος. Με τους δικούς σου. Τις αγκαλιές και τα φιλιά. Τις παρέες και τα ξεφαντώματα. Μερικές φορές όμως αντλούσαμε αισιοδοξία από διάφορα περιστατικά, όπως το άνοιγμα του Καλοκαιριού, την κίνηση στην αγορά, τους πρώτους τουρίστες, ακόμη κι εκείνη την Αργεντίνα που ενάντια σε όλους τους νόμους της ιατρικής και της φυσικής βγήκε από την εντατική του Βενιζελείου και γύρισε στην πατρίδα της.
Το δεύτερο και το τρίτο κύμα μας βρήκε προετοιμασμένους, έτοιμους από καιρό. Ή έτσι νομίζαμε. Τα μέτρα άργησαν. Ο κόσμος πια είχε… ξεφοβηθεί και τα βρήκαμε μπροστά μας. Ο κόσμος είχε κουραστεί και τα μέτρα δεν τηρούνταν. Και ήρθαν τα πάνω κάτω. Θρηνούμε θύματα χιλιάδες, ανθρώπους και οικογένειες που ταλαιπωρούνται. Και οι αντοχές μας δοκιμάζονται. Στην Υγεία, στην Κοινωνία, στην ψυχολογία. Στην οικονομία που βρίσκεται ένα βήμα κι αυτή πριν τη διασωλήνωση.
Μοιάζει να μην έχουμε ελπίδα. Αλλά να που ήρθαν τα εμβόλια. Και σε πείσμα των αρνητών ανοήτων ο κόσμος τρέχει να τα κάνει μήπως και χτίσουμε το τείχος απέναντι στον ιό.
Ένας χρόνος πέρασε ή μήπως δεν ήταν ένας και ήταν στην πραγματικότητα μισός; Με μισό μισθό, με μισό 24ωρο, μισό…πρόσωπο έξω από τη μάσκα, με… μισή ζωή. (Μόνο τα…σύνορα κρατήσαμε ολόκληρα αυτή τη χρονιά- πάλι καλά!) Πότε αλήθεια θα ξαναβρούμε το άλλο μας μισό; Όλοι αγωνιούμε να ξαναγυρίσουμε στα βασικά και αυτονόητα. Ελπίζουμε σύντομα. Και αισιοδοξούμε. Δεν γίνεται αλλιώς.
Γιατί «η απαισιοδοξία ποτέ δεν κέρδισε καμιά μάχη»