Ο Σόιμπλε ήταν το ίδιο σκληρός και κινήθηκε στα όρια του κυνισμού
Η συνέντευξη του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στον Αλέξη Παπαχελά δεν μας έκανε σοφότερους. Και κυρίως δεν μας έκανε ν’ αλλάξουμε γνώμη για τον επί 8 χρόνια υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας και θιασώτη της πιο σκληρής λιτότητας στην Ευρώπη.
Θα περίμενε κανείς ότι απαλλαγμένος πλέον από τα βαριά καθήκοντά του και κατέχοντας πια την τιμητική θέση του προέδρου της Μπούντεσταγκ, θα μπορούσε να παραδεχτεί ή ν’ αποκαλύψει κάποια πράγματα σε σχέση με τη Ελλάδα που συνέβησαν επί θητείας του.
Ήταν το ίδιο σκληρός, κινήθηκε στα όρια του κυνισμού, όσα δήθεν αποκάλυψε ήταν γνωστά και φυσικά είπε πολλές μισές αλήθειες ή και καθόλου αλήθειες. Να δεχτούμε ότι οι πολιτικοί πολλές φορές υπεκφεύγουν ή απαντούν άλλα αντί άλλων, αλλά από τον ιδιαίτερα προβεβλημένο, σκληρό και τάχα μου άτεγκτο Σόιμπλε έχεις άλλες απαιτήσεις.
Τέλος πάντων. Όσο για τη στάση του δημοσιογράφου να μην κάνει ερωτήσεις επί των απαντήσεων του Σόιμπλε, προφανώς αυτό είχε προαποφασιστεί και ήταν όρος για να γίνει η συνέντευξη και να μη χαλάσει η σούπα (λαχανικών όπως την πίνουν στο Βερολίνο).
Το πιο ενδιαφέρον σημείο της συνέντευξης ήταν η πλήρης απογύμνωση του Αλέξη Τσίπρα και εντέλει, όπως άφησε να εννοηθεί ο Σόιμπλε, η αδαμιαία περιβολή του βοήθησε την Ελλάδα να πάει ένα βήμα παραπέρα και να μη βουλιάξει το καράβι αύτανδρο.
Εξήγησε βεβαίως ότι το… στριπτίζ για να ολοκληρωθεί πήρε χρόνο μεταξύ δύο εκλογικών αναμετρήσεων και κόστισε στην Ελλάδα δισεκατομμύρια σε μέτρα ή μεταρρυθμίσεις, όπως αρέσκονται να τις αποκαλούν οι δανειστές.
Σκληρές μεταρρυθμίσεις, όπως παραδέχτηκε και ο Σόιμπλε, ομολογώντας ότι ο ίδιος θα είχε σοβαρό πρόβλημα εάν επρόκειτο να κληθεί να τις εφαρμόσει στη Γερμανία. Επίσης ο Σόιμπλε, αν και είχε την ευκαιρία της παραδοχής ότι οι δανειστές τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια του Σαμαρά το 2015, παρά τα εμφανή σημάδια βελτίωσης της ελληνικής οικονομίας, δεν τόλμησε.
Στον πρώην τσάρο της γερμανικής οικονομίας χρεώνεται και ένα λάθος, καθώς είπε ότι τα στατιστικά στοιχεία της Ελλάδας με βάση τα οποία η χώρα μπήκε στην ΟΝΕ δεν ήταν σωστά. Πράγμα για το οποίο η κυβέρνηση Σημίτη που είχε κατηγορηθεί, στη συνέχεια δικαιώθηκε από τα ίδια τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.