Είναι αυτή η εικόνα των ανθρώπων με τον ορό στο χέρι και το τσιγάρο στο στόμα που σε κάνει να πιστεύεις ότι η ζωή έχει τη δύναμη να κοροϊδέψει το τέλος

Χθες δεν μπόρεσα να περάσω την Παρασκευοπούλου. Συμπτωματικά, η ώρα που έφθανα στη δουλειά ήταν η ώρα της κηδείας ενός ακόμα νέου που έχανε άδικα τη ζωή του από αυτό που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε «Μινώταυρο της ασφάλτου». Η κίνηση στην Παναγίτσα είχε γίνει ασφυκτική. Θλιμμένα πρόσωπα, μαύρα πουκάμισα και μπλούζες, αλλά και μια ζωή που πρέπει να συνεχιστεί παρά την πίκρα.

Η αλήθεια είναι πως το τελευταίο διάστημα, το θάνατο αρχίζω να τον συνηθίζω. Όσο μπορεί κανείς να «συνηθίσει» την ιδέα του αγνώστου. Βοήθησε γι’ αυτό η Ογκολογική κλινική. Στην οποία πλέον η βόλτα έχει γίνει συνήθεια και η αναγκαία συνδρομή σε συγγενικά πρόσωπα, καθημερινότητα.

Ίσως είναι αυτό το καθημερινό φλερτ με τον θάνατο που σε κάνει να αντέχεις την ιδέα λίγο παραπάνω, όσο κι αν δεν μπορείς να συμβιβαστείς. Είναι αυτή η εικόνα των ανθρώπων με τον ορό στο χέρι και το τσιγάρο στο στόμα που σε κάνει να πιστεύεις ότι η ζωή έχει τη δύναμη να κοροϊδέψει το τέλος.

Κυρίως όμως είναι αυτές οι καθημερινές εναλλαγές της χαρμολύπης, οι οποίες έρχονται να μας θυμίσουν την αξία του κάτι τι. Προχθές ο κύριος Χρήστος, μάζευε όλα τα ζελεδάκια από τα κρεβάτια, φτιάχνοντας κόκκινα πυργάκια ικανοποίησης μπροστά από το τραπεζάκι του.  Χθες, με τα κιτρινισμένα δάχτυλα από τον καπνό και χωρίς πολλές δυνάμεις, έγνεφε πως άρχιζε να εγκαταλείπει την προσπάθεια και τα έξυπνα αστεία του.

Σ’ ένα διπλανό κρεβάτι, η κυρία Μαρία έσφιγγε ζεστά το χέρι του συζύγου της, λέγοντας του πως η επιθυμία της είναι να πεθάνει έτσι ήρεμος, γαλήνιος και κάθιδρος από τον πυρετό. Κι ο κύριος Τάκης γελούσε μαζί της, λέγοντάς πως εκείνη θα τον πεθάνει και κάνοντας πλάκα με τον Κώστα για το πόσο πολύ έχουν πρηστεί τα πόδια τους από την χημειοθεραπεία.

Κι όμως… μέσα σ’ όλο αυτό τον πόνο και την εξαθλίωση, υπάρχουν άνθρωποι που γελούν. Γελούν όμορφα και δυνατά. Μιλούν με τα παιδιά τους και τα ανίψια τους όσο έχουν ακόμα δυνάμεις και παλεύουν για να κερδίσουν ένα ακόμα δευτερόλεπτο μιας μικρής συνήθως ζωής, που δεν γνωρίζουν αν είναι καλύτερη ή χειρότερη από αυτά που τους περιμένουν, μετά το κρεβάτι του πόνου.

Είναι κι αυτή μια χαραμάδα. Που σε κάνει βγαίνοντας από εκεί μέσα, συνήθως μ’ ένα δάκρυ που βαραίνει τα βλέφαρα και χάνεται στο δρόμο, να εκτιμάς ακόμα και το ελάχιστο. Και να σέβεσαι τον πόνο κάθε άλλου. Να σέβεσαι τη ζωή.