Η μέρα έχει ξημερώσει πλέον τον Μάη. Έναν Μάη μετά από τα τόσα που ζήσαμε και τέσταραν αντοχές, υπομονή, πίστη κι αφοσίωση. Ακόμα δεν γελάμε. Αλλά τουλάχιστον ελπίζουμε. Έξω έχει μια ζέστη που με ανασταίνει. Ξυπνητήρι δεν χτυπά, γιατί δεν χρειάζεται.
Ρύθμισα πλέον το βιολογικό μου ρολόι και τα πόδια αγγίζουν το πάτωμα στις 7.01 ακριβώς για να χάνει το κορμί ελάχιστο μόνο χρόνο από τη χαρά της ζωής.
Πατώ στο χαλί που ακόμα δεν έχω βγάλει, επιθυμώντας μια ζεστή θαλπωρή στην πρώτη επίγεια επαφή με τον πραγματικό κόσμο κι ανοίγω πια με ευχαρίστηση κι όχι νωχελικά, τα λευκά παντζούρια μου μυρίζουν άνοιξη και καθαριότητα.
Οι αλλεργίες πλέον δεν με αγγίζουν. Έχουν φύγει και αυτές. Αισθάνομαι σε όλο μου το κορμί το άρωμα του καφέ που σε πολύ λίγο έχει γεμίσει την ψυχή με ευχαρίστηση. Φορώ τις φόρμες μου και βγαίνω έξω χωρίς ζακέτα ή μπουφάν.
Πλάι στις κληματαριές, έχουν φτιάξει ένα ασπροκίτρινο πάπλωμα οι μαργαρίτες, τόσο παχύ και τόσο όμορφο όσο καμία άνοιξη δεν είχε προσφέρει.
Μέσα στο πάπλωμα κείτονται γέροι, νέοι, παιδιά και μωρά, που έχουν γίνει ένα, ανταλλάσοντας “καλημέρες” και λίγη από τη γλύκα του μελιού, που με υπομονή υφαίνουν οι μέλισσες.
Σκέφτομαι μέσα μου ότι όλο αυτό τον καιρό ήθελα να κρατώ ημερολόγιο. Κι όμως δεν το έκανα. Όπως δεν το έκανα όταν έριξα όλο το σπίτι κάτω για να θυμάμαι πως ότι γκρεμίζεται, φτιάχνεται ξανά, ίσως και καλύτερο.
Την παρακμή και την αποσύνθεση δεν την ήθελα ούτε ως ανάμνηση. Ότι με βαραίνει θέλω να το ξεχνώ. Καλύτερα που γράφω τώρα. Καλύτερα, αφού ξέρω πως έχουν τελειώσει όλα.
Και σήμερα. σήμερα που δεν τσακώνομαι με τον άγνωστο αλλά του μιλώ ξανά, όπως μιλούν οι παππούδες στο χωριό, νιώθω γεμάτος.
Νιώθω πως πάντα όταν κάτι χάνεται, κάτι άλλο γεννιέται. Μέσα μου ένιωσα πως έκανα ένα μικρό ταξίδι. Ένα μικρό, δύσκολο κι επικίνδυνο ταξίδι, από αυτά που κάποιοι πληρώνουν για να κάνουν, προκειμένου να αναμετρηθούν με τις αντοχές και τον θάνατο. Μόνο που η επιστροφή δεν με έφερε στο αύριο.
Με έφερε στο χθες. Στο χθες το παιδικό, που ξέραμε να μιλάμε λίγο πιο αληθινά, ξέραμε να αγαπάμε λίγο πιο αληθινά, ξέραμε να ζούμε πάνω από το “λίγο ακόμα”. Κι αυτό το χθες δεν με ενοχλεί
. Ίσως ήταν ανάγκη πάνω σ’ αυτό το χθες να χτίσει η γενιά μου ένα καινούριο αύριο, γιατί το σήμερα έμπαζε τόσα νερά, που είχε πνιγεί προτού το καταλάβει.
Πιάνω λοιπόν ξανά παλάμη και μυστρί. Αφήνω στη φύση τις μαργαρίτες γιατί θέλω να βλέπω τη ζωή και όχι τη φθορά τους σ’ ένα στεφάνι.
Και τώρα που ξέρω πως όλοι πλέον καταλαβαινόμαστε μεταξύ μας, δεν με νοιάζει αν η δική μου λάσπη είναι λίγη ή πολλή. Είμαι σίγουρος πως το “μαζί” θα ξαναχτίσει όσα πρέπει να χτιστούν.