‘’Ω αναθεμάτο  θα μας φάνε τα… enterα μας’’

Σόσιαλ μίντια, κινητή τηλεφωνία, ίντερνετ. Έχουν μπει τόσο μέσα στη ζωή μας που σε κάνουν να απορείς: μα πώς ζούσαμε πριν;

Πώς βρίσκαμε ο ένας τον άλλο, πώς οι παρέες ενώνονταν κι ακόμα ακόμα πώς βγάζαμε εφημερίδα;

Η πρώτη μου δουλειά ήταν το 1987 στην εφημερίδα “Δημοκράτης” της Ανθούσας Παπαγεωργίου, με διευθυντή τον Νίκο Ψιλάκη. Ήταν η πρώτη έγχρωμη εφημερίδα στην Κρήτη, φοβερή καινοτομία για την εποχή. Μην νομίζετε όμως ότι όλες οι φωτογραφίες που βγάζαμε μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν.

Όχι. Μετά από επιλογή, κάποιες στέλνονταν στην Αθήνα για ειδική επεξεργασία. Μια απ’ αυτές ήταν και δική μου. Τη θυμάμαι σαν να ‘ναι τώρα. Ένα αυτοκίνητο στο φυτώριο του Δήμου με το ανοικτό πορτμπαγκάζ γεμάτο φυτά.

Σε ένα μικρό δωμάτιο ήταν το τέλεξ, που με τον μονότονο κι εκνευριστικό του ήχο έστελνε όλες τις ειδήσεις, διεθνείς και εγχώριες. Τόνοι χαρτιού πεταμένοι για τις λίγες ειδήσεις που χρησιμοποιούσε στην ύλη της η εφημερίδα, αφού ο Νίκος Ψιλάκης, σοφά, ήθελε την επαφή με την τοπική κοινωνία και τα προβλήματα της.

Κάθε μεσημέρι τα δελτία Τύπου και τις ανακοινώσεις τις έφερνε ο κλητήρας του Δήμου, ο οποίος τσάκωνε τον συνάδελφο Μανώλη Δανδουλάκη σε διάφορες περίεργες στάσεις αναπαριστώντας διάφορα τολμηρά ανέκδοτα. Μάλιστα, μια φορά ο Μανώλης έκλεισε την πλάγια πόρτα από όπου έμπαινε συνήθως ο καημένος ο άνθρωπος.

’’Μην μας ξαναπιάσει ο κλητήρας” μας είπε, αλλά έλα που η πόρτα του γραφείου του Ψιλάκη και κεντρική ήταν ανοιχτή, και μπήκε από κει τσακώνοντάς τον και πάλι…

Λίγο καιρό αργότερα μπήκε στη ζωή μας μια μεγάλη τεχνολογική ανακάλυψη, η τηλεομοιοτυπία, το φαξ δηλαδή, κι ο κλητήρας δεν ξαναφάνηκε έκτοτε. Εννοείται ότι όλα τα ρεπορτάζ γράφονταν στο χαρτί. Ένα λάθος να έκανες, αν ήσουν της καλαισθησίας, έβαζες λίγο μπλάνκο και συνέχιζες, αλλιώς παρέδιδες στον αρχισυντάκτη ένα κείμενο γεμάτο μουντζούρες.

Από τότε όποτε γράφω σε χαρτί, μου έχει μείνει η συνήθεια να ξεκινώ από τη μέση της σελίδας και πέρα, γιατί στο διάστημα που ήταν κενό έβαζε ο αρχισυντάκτης τις διορθώσεις του και ψηλά πάνω στη σελίδα τον τίτλο.

Ολες οι εφημερίδες τότε είχαν μεγάλες κατασκευές με πάμπολλα συρτάρια όπου έμπαιναν οι φωτογραφίες. Εκατοντάδες, χιλιάδες φωτογραφίες που ποτέ δεν έμπαιναν στη θέση τους, υποτίθεται αρχειοθετημένες με αλφαβητική σειρά μετά τη χρήση, με αποτέλεσμα κρίσεις πανικού όταν χρειαζόσουν κάτι και δεν το έβρισκες.

Επειδή μάλλον τίποτα δεν είναι τυχαίο όταν πήγαινα στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, η Δέσποινα, η ξαδέλφη του μπαμπά μου, με πήρε στην “Πατρίδα” όπου δούλευε τότε για να δω πώς βγαίνει μια εφημερίδα και να γράψω τη σχετική έκθεση. Η τεχνολογία ακόμα πιο παλιά, θυμάμαι γράμμα – γράμμα από κάτι σιδερένιες μήτρες.

Τα χρόνια πέρασαν, οι καινοτομίες έγιναν συνήθεια, κομπιούτερ, ίντερνετ, ευκολίες σόσιαλ μίντια, σάιτ και δεν ξέρω τι άλλο μας περιμένει στο μέλλον. Ακόμα όμως θυμάμαι έναν μεγαλύτερο συνάδελφο, με μηδέν γνώσεις στους υπολογιστές, σε ένα άλλο μέσο πολύ αργότερα όταν προσπαθούσα κάποια φορά να του εξηγήσω πώς “σώζεται” ένα κείμενο στον υπολογιστή.

“Κάνεις αυτό κι εκείνο  – του είπα – και μετά πατάς enter’”. Κι η απάντησή του του ‘’Ω αναθεμάτο, θα μας φάνε τα… enterα μας’’…