Αν δεν έχεις άντερα, λάδι στο καντήλι σου και κυρίως φράγκα για αποκλειστικές και άλλα «συμπαρομαρτούντα», μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά.

Κάποτε οι κυριακάτικες εφημερίδες έκαναν μπούγιο με τα δώρα που πρόσφεραν στους αναγνώστες τους. Το luxury κυριαρχούσε από τις εκδόσεις μέχρι τα ταξίδια και τα 5άστερα ξενοδοχεία. Τώρα τινάζουν την μπάνκα στον αέρα, προσφέροντας χειρουργικές μάσκες. Σημεία των καιρών!

Κάποτε ο Μένιος έκανε «ντου» σε τηλεοπτικά πλατό trash εκπομπών σαν νούμερο. Σήμερα κάνει «ντου» με μπράβους σε γραφεία υπουργών για να «τσεπώσει» νούμερα. Δεν ξέρω τελικά ποιοι είναι τα πραγματικά νούμερα. Τρομάζω.

Κάποτε έχτιζα ένα όνειρο τη μέρα, τώρα η στράτα μου δεν πάει παραπέρα, φεύγω, τώρα φεύγω.

«Μα πού να πάω»  που διερωτάται και ο Θέμης Αδαμαντίδης. Αν για παράδειγμα ήμουν Ισραηλινή ή Γερμανίδα  και ταξίδευα στην Κρήτη από το εξωτερικό, θα είχα μία ελευθερία μετακινήσεων. Και υποδοχή θερμή θα μου επεφύλασσαν. Όμως ως γηγενής (και σαν ιθαγενής) την ήπια την πορτοκαλάδα. Λέτε να βάλω πέδιλο και λευκή κάλτσα;

Δύο Σαββατοκύριακα πριν, όταν ακόμα υπήρχε περιορισμός στις διαδημοτικές μετακινήσεις, με πόνο ψυχής αποθάρρυνα οικογένεια φίλων με δύο μικρά παιδιά να μετακινηθεί 20  χιλιόμετρα ανατολικά από το Ηράκλειο όπου διατηρούν ένα μικρό εξοχικό. Λαχταρούσαν όσο τίποτε άλλο να βγουν λίγο στη φύση, να «ξεσκάσουν» από τα «κλουβιά» της πόλης διότι οι κυβερνώντες ξεχνούν ότι οι κοινοί θνητοί δεν μένουν σε επαύλεις ούτε στο Μπάκιγχαμ.

Και ειλικρινά δεν ήξερα πώς να εξηγήσω γιατί εκείνοι δεν μπορούσαν να μετακινηθούν 20-30 χιλιόμετρα πιο πέρα όταν στα ορεινά όμορου νομού τα Σαββατοκύριακα γίνεται κακός χαμός από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και δεν κουνιέται φύλλο (βασικά άλλη φράση ήθελα να πω αλλά αυτολογοκρίθηκα).

Άραγε είναι πιο μάγκες εκεί; Έχουν τόσα λεφτά που γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τα πρόστιμα; Δεν ανησυχούν γιατί δε γίνονται έλεγχοι; Ή τα όργανα των ελέγχων κοιτούν στο φεγγάρι μέσω του Αστεροσκοπείου του Σκίνακα;

Και μετά προσγειώθηκα στην ουρά μιας τράπεζας στο κέντρο του Ηρακλείου. Η κυριούλα πίσω είχε κολλήσει πάνω μου σαν βδέλλα.

Μάταια φυσούσα και ξεφυσούσα για να εκφράσω την ενόχλησή μου. Είχε βεντουζάρει. Ποιο αντισηπτικό; Τρόμπα φλιτ χρειαζόταν. Μου την βίδωσε περισσότερο που νωρίτερα η ίδια κυρία είχε μουρλάνει στο κήρυγμα νεαρό, ο οποίος όσο περίμενε στην ουρά, είπε να κατεβάσει και ένα πιτόγυρο. Κόντεψε να του σταθεί στο λαιμό από το μπίρι-μπίρι. Και την έκανε ο νιος με ελαφρά πηδηματάκια.

Και όση ώρα περίμενα με την «βεντούζα» πάνω μου, σκεφτόμουν-δεν ξέρω πώς και γιατί-τα νοσοκομεία και την συζήτηση περί συνοδών. Αν δεν έχεις άντερα, λάδι στο καντήλι σου  και κυρίως φράγκα για αποκλειστικές και άλλα «συμπαρομαρτούντα», μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά.

Θα αφήσω όλα τα άλλα και θα σας μεταφέρω μόνο μία εικόνα: γιαγιά από χωριό του Ηρακλείου να συνοδεύει τον ασθενή άνδρα της στο γραφείο νοσοκομειακού γιατρού. Όσο στεκόταν απ’ έξω, με ένα παπούτσι και μία παντόφλα (όπως σας τα περιγράφω), έβγαλε από την τσέπη ένα κουβαράκι από χαρτοπετσέτες.

Είχε τυλίξει δύο 50ευρα. Τα κοίταξε δύο-τρεις φορές και τα έκρυψε στη χούφτα της. Χτύπησε την πόρτα και μπήκε.