Ο αντικαπνιστικός νόμος είναι ένα ανέκδοτο με δύο μονάχα λέξεις. Πότε ίσχυσε; Πού; Στην Ελλάδα;

«Τα ισόβια δεσμά ενός παθητικού καπνιστή». Κάποιες φορές αισθάνομαι ότι αυτός ο τίτλος ταινίας μού αρμόζει, δυστυχώς. Αφού σκέφτομαι να περάσω στην αντίπερα όχθη για να μην είμαι πια κορόιδο. Να πάψω, βρε αδελφέ, να είμαι η στρίγγλα του γραφείου, που μπαίνει μέσα με τις κεραίες σηκωμένες, τους αισθητήρες σε εγρήγορση.

Μόλις περνάω το κατώφλι του γραφείου αρχίζουν οι ερωτήσεις «Από πού βγαίνει αυτός ο καπνός;»,  «Τι εννοείς δεν άναψες εσύ τσιγάρο;», «Τι ακριβώς μυρίζει έτσι;», «Δηλαδή, είμαι τρελή;»…

Μάλλον είμαι τρελή τελικά, επειδή επιλέγω να σέβομαι το διπλανό μου, δεν φυσάω με νόημα τον καπνό στο πρόσωπο του άλλου. Όχι, δεν είναι κάποια γοητευτική κίνηση που ξεπήδησε από την οθόνη του κινηματογράφου είναι απλώς, αποκρουστική κίνηση ατόμου που δεν δείχνει ίχνος σεβασμού προς τον άλλο.

Ο κόσμος χωρίζεται, πλέον, σε υποστηρικτές της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, για να κάνουμε μία αναγωγή στην πολιτική επικαιρότητα, και την ίδια στιγμή σε καπνιστές και μη καπνιστές. Και πόσο απεχθάνομαι τις ταμπέλες, δεν λέγεται…

Ο αντικαπνιστικός νόμος είναι ένα ανέκδοτο με δύο μονάχα λέξεις. Πότε ίσχυσε; Πού; Στην Ελλάδα; Ας γελάσω…

Όπως όταν βρέθηκα για πρώτη φορά στο εξωτερικό, μπροστά από μία διάβαση πεζών και τα αυτοκίνητα κοκάλωσαν. Νόμιζα ότι θα κάνουν ένα… βρουμ και θα έρθουν πάνω μου για να με τιμωρήσουν που μετακινούμαι με τα πόδια.

Εκεί σέβονται τις διαβάσεις πεζών και ταυτόχρονα το σήμα «Απαγορεύεται το κάπνισμα».

Εδώ, όταν δεν καπνίζεις και, μάλιστα, τολμήσεις να ζητήσεις από κάποιον να το σεβαστεί, όχι απλώς δεν το κάνει αλλά γίνεσαι εσύ ο θύτης, στην περίπτωσή μου, η δακτυλοδεικτούμενη, η… γεροντοκόρη, η περίεργη που δεν καταλαβαίνει την ανάγκη του άλλου να απολαύσει την τζούρα του.

«Να, λίγες έμειναν ακόμα, αλήθεια με στέλνεις έξω, στο κρύο, να ξεπαγώσω» ή «στον καύσωνα, να λιώσω; Δε με λυπάσαι;»

Ε, όχι, ρε φίλε, δε σε λυπάμαι καθόλου… Τα αποτσίγαρά σου και σε άλλη παραλία!