«Ο βλάκας εκφράζει γνώμη για κάτι που δεν τον ρώτησε κανείς»

Προσωπικά δεν γνωρίζω ούτε τη Σοφία Μπεκατώρου, ούτε τους ανήλικους της Ομόνοιας, ούτε τον άτυχο 54χρονο που ξεψυχούσε σχεδόν μπροστά μου τη Δευτέρα.

Δεν έχω εικόνα για το τι συμβαίνει στον αθλητισμό, για το αν οι ανήλικοι προκλήθηκαν ή όχι, για το αν το ατύχημα  στην Ηρακλείου – Μοιρών προέκυψε από λάθος χειρισμούς ή από ιατρικό θέμα.

Έχω όμως εικόνα για έναν ιδιότυπο «μανιερισμό» που υποβόσκει το ίδιο εμμονικά πίσω από κάθε περιστατικό, ανεξάρτητα από το γεγονός πως μεταξύ τους ενδεχομένως να μην έχουν καμία σύνδεση. Κι αυτό διότι σε κάθε περιστατικό ξεχωριστά, ανοίγει ένας διαδικτυακός διάλογος για το τι ήταν σωστό, τι ήταν λάθος, τι πραγματικά συνέβη, τι θα μπορούσε να συμβεί και το τι δεν έγινε ποτέ.

Κι αν για τη Σοφία Μπεκατώρου χρειάστηκαν 23 χρόνια σιωπής ώς την αποκάλυψη και για τους ανήλικους μερικά 24ωρα ώς τη σύλληψη, για την κοινωνία, τους πολιτικούς, την κυρα – Κατίνα, τον Μπάμπη τον μηχανικό και το Κωστάκι που πάει Γ’ Λυκείου, αλλά είναι πολύ «διαβαστερό», χρειάστηκαν μερικά μόνο λεπτά για να πάρουν την απόφαση σε σχέση με το ποιος φταίει, τι φταίει και ποιος πρέπει να καταδικαστεί.

Διαβάζοντας λοιπόν τα όσα έχουν γραφτεί για τα συγκεκριμένα περιστατικά, θυμήθηκα τον Πλάτωνα και τη γνωστή ρήση περί βλακός, σύμφωνα με την οποία «ο βλάκας εκφράζει γνώμη για κάτι που δεν τον ρώτησε κανείς». Κάτι βέβαια το οποίο συμβαίνει κατά κόρον τη σημερινή εποχή.

Ο καθένας πλέον, έχει δικαίωμα να εκφράσει γνώμη και άποψη, χωρίς απαραίτητα να έχει ερωτηθεί, σαν να είναι ειδικός και παντογνώστης. Κι ως το γεγονός που ο καθένας εκφράζει τη γνώμη του για το κάθε τι, ας πούμε ότι όλα είναι καλά, αν και δεν είναι.

Αναρωτιέμαι όμως… ο καθένας που εκφράζει ελεύθερα πλέον τη γνώμη του αναμένοντας likes και χειροκροτητές, έχει άραγε τη γνώση για να το πράττει αυτό; Ή απλά έχει όμοιούς του… ακολούθους;

Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, πέρα από αυτά που φαίνονται, υπάρχουν κι αυτά που δεν φαίνονται. Γιατί όλοι έκριναν τους ανήλικους, όλοι έκριναν τη Σοφία Μπεκατώρου, όλοι ή σχεδόν όλοι έκριναν το «άδικο αίμα» της ασφάλτου.

Κανείς δεν έκρινε όμως – ή τουλάχιστον δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου κάτι τέτοιο – το γιατί συμβαίνουν όλα αυτά και κανένας απολύτως δεν αναρωτήθηκε πώς στοχευεμένα και καθολικά θα είναι εφικτό το να μην επαναληφθούν. Κι όλοι, όταν κοπάσει η σκόνη θα πάμε απλώς σπίτια μας και θα ξεχάσουμε όπως ξεχνάμε κάθε φορά.

Όλοι θα μείνουμε στον καναπέ και θα περιμένουμε το επόμενο… trend για να βγάλουμε εκεί όλη τη χολή κι όλη μας την κακία, μέχρι να ξεχαστεί κι αυτό και πάει λέγοντας… Ίσως κάποια στιγμή θα ήταν εποικοδομητικό ακόμα και γι’ αυτές τις κυρίες και τους κυρίους «τίποτα» που θέλουν αίμα σε μια κοινωνικά άναρχη αρένα, να άρχιζαν την αναζήτηση για το «πώς» θα γίνει κάτι καλύτερο κι όχι για το «τι» θα σχολιάσουν για να ψηλώσουν πέντε πόντους ακόμα από τους χειροκροτητές της ανυπαρξίας.