Είχα να τον δω πάρα πολλούς μήνες. Ίσως και χρόνο. Ώσπου μια μέρα είδα την κόρη του στο μπακάλικο να αγοράζει πάνες ακράτειας. Δεν χρειάστηκε καν να τη ρωτήσω. Κατάλαβα ότι ο Μιχαλάκης είχε καθηλωθεί στο κρεβάτι.

Ε, δεν ήταν λίγοι και οι 96 Μάηδες που κουβαλούσε στην πλάτη του! Και δεν ήταν μόνο αυτοί… Ήταν και χιλιάδες τόνοι σταφίδας στα μεροκάματα που έκανε στον συνεταιρισμό, όταν ακόμα η κρητική σουλτανίνα ήταν στην ακμή της.

Τότε που στα παιδικά μας μάτια, ο Μιχαλάκης και η παρέα του, έμοιαζαν με Άτλαντες, που ανέβαιναν σε φορτηγά πάνω σε μαδέρια, κουβαλώντας τους παραγεμισμένους φάρδους στις κεκλιμένες πλάτες τους.

Αυτή ήταν η πρώτη εικόνα του Μιχαλάκη που εντυπώθηκε στο παιδικό μυαλό μου. Υπάρχει όμως και η τελευταία, έχοντας μεσολαβήσει πολλές άλλες και μισός αιώνας!

Η εικόνα ήταν επαναλαμβανόμενη για τουλάχιστον τρία χρόνια. Πρωί και πάντα την ίδια ώρα. Σαν μια αέναη καλημέρα. Στου χωριού την εμπασιά, ενώ εγώ έφευγα για την πόλη και τη δουλειά μου, ο Μιχαλάκης επέστρεφε από το καθημερινό του περπάτημα, ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες.

«Νους υγιής εν σώματι υγιεί» μου έλεγε με τη δική του σοφία και συνέχιζε. Απαραίτητο αξεσουάρ σε αυτό το καθημερινό και με θρησκευτική ευλάβεια τηρούμενο άθλημα, ένα κίτρινο γιλέκο για να βοηθά τους οδηγούς στον εντοπισμό του κι ένα ζευγάρι μπλε ελβιέλες, που αμφιβάλλω αν ξεκούραζαν τα ταλαιπωρημένα του πόδια…

Κάθε μέρα η ίδια σκηνή, τα ίδια βήματα, η ίδια απόσταση, για να μη σκουριάσει και ας είχε πατήσει τα 90. Ποτέ δεν είδα αυτή τη διαδρομή ως το «πράσινο μίλι» του Μιχαλάκη. Και ας είχε την ίδια ψυχή και την ίδια καλοσύνη με τον καλοκάγαθο και θηριώδη κινηματογραφικό ήρωα της ομώνυμης ταινίας.

Ο Μιχαλάκης δεν είχε κατηγορηθεί ποτέ και για τίποτα, ούτε και είχε φυλακιστεί.
Είχε όμως επαφές με φυλακές και κρατητήρια. Κατά λάθος και λόγω των δυσκολιών επιβίωσης, ο Μιχαλάκης μετά τον εμφύλιο βρέθηκε στην Ελληνική Χωροφυλακή! Κόντρα ρόλος, αναμφίβολα.

Η Χωροφυλακή ήταν τότε το κύριο όργανο της αντικομμουνιστικής εκστρατείας του ελληνικού κράτους. Κομμουνιστής δεν ήταν, μα η βαθιά δημοκρατική του πίστη, τον έκανε να νοιώθει σαν ψάρι έξω από το νερό. Πιο πολύ να βοηθήσει ήθελε κάποιους ταλαίπωρους παρά να φυλακίσει ή να τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί.

Πότε έκανε τον παρηγορητή και πότε τα στραβά μάτια. Λογικό λοιπόν τα ψωμιά του να μην είναι πολλά στο σώμα. Έφυγε και για να βγάζει το ψωμί του, επέστρεψε στον «Φονιά», στο «Λατίνο» και στον Ξερόκαμπο- αγροτικές περιοχές του χωριού του, κάτι σαν τη δική του μάνα γη.

Έκανε την οικογένειά του και συνέχιζε να δουλεύει σκληρά στα αμπέλια, στα μεροκάματα, στις σταφίδες και στο ελαιουργείο. Ήρεμη δύναμη, πράος χαρακτήρας, φωνή της λογικής, οπαδός της σύνθεσης και μακριά από αυτόν οι έχθρες και οι έριδες. Έχοντας διανύσει ήδη τη μισή του ζωή κόλλησε το μικρόβιο της φιλομάθειας.

Ήθελε να τα διαβάσει όλα και να τους ακούσει όλους. Ήταν από τους λίγους που πήγαινε στις ομιλίες όλων των βουλευτών όλων των κομμάτων που έρχονταν στο χωριό, για να επιλέξει στο τέλος με δημοκρατικούς όρους που θα ρίξει την ψήφο του.

Κάποια στιγμή εγκατέλειψε την πάνω πλατεία του χωριού, που η αλήθεια είναι είχε αραιώσει από τους γερασμένους θαμώνες της. Κατέβηκε στα κάτω καφενεία να μάθει, να ακούσει να διηγηθεί, να επιχειρηματολογήσει, να γίνει σοφότερος. Και ήταν τόσο αγαπητός που οι παρέες συνερίζονταν για να τον κεράσουν.

Τα βιβλία είχαν γίνει πλέον καθημερινή του ενασχόληση. Μα δεν χόρταινε. Δεν καλυπτόταν. Και κάπου εκεί στην δεκαετία της ζωής του, αποφάσισε να πάει στο ανοικτό πανεπιστήμιο, αφήνοντας άναυδους συμφοιτητές και καθηγητές, με τη δίψα του για μάθηση και την αφομοίωση της διδασκαλίας.

Ώσπου ο Μιχαλάκης κατέληξε να δίνει… διαλέξεις σε καφενεία και με τη δική του απλότητα και λαϊκή σοφία να διηγείται ιστορίες, με διδακτικό πρόσημο και πατριωτικό χαρακτήρα. Ο Μιχαλάκης ήταν η προσωποποίηση του ευπατρίδη, αλλά μακριά από εθνικισμούς και κορώνες, πράγματα που καμιά φορά συγχέονται.

Έτσι θέλω να τον θυμάμαι και φαντάζομαι όλοι όσοι τον γνώρισαν και που στο ξόδι του αναφώνησαν με θλίψη… έφυγε ένας υπέροχος άνθρωπος!