Η βιομηχανία των τροφίμων βρίσκεται σε μια φάση ταχείας μετάβασης και εξέλιξης, καθώς οι σύγχρονες τάσεις της αγοράς, οι αλλαγές στις διατροφικές προτιμήσεις των καταναλωτών και οι τεχνολογικές καινοτομίες επαναπροσδιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο παράγονται, διανέμονται και προωθούνται τα προϊόντα.

Οι εταιρείες του κλάδου, είτε πρόκειται για μεγάλους πολυεθνικούς ομίλους είτε για μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καλούνται να αναθεωρήσουν τις στρατηγικές τους για να παραμείνουν ανταγωνιστικές σε ένα περιβάλλον που διαρκώς μεταβάλλεται.

Ταυτόχρονα, οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές αποτελούν βασικό μοχλό διαμόρφωσης του νέου επιχειρηματικού τοπίου, καθώς δημιουργούν οικονομίες κλίμακας, διευκολύνουν την πρόσβαση σε νέες αγορές και συχνά φέρνουν κοντά εταιρείες με συμπληρωματικά προϊόντα ή τεχνογνωσία.

Η τάση των συγχωνεύσεων και εξαγορών στον κλάδο των τροφίμων δεν είναι νέα, όμως τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί, κυρίως εξαιτίας της συνεχώς αυξανόμενης πίεσης για καινοτομία και διαφοροποίηση.

Οι καταναλωτές αναζητούν πιο υγιεινά, πιο βιώσιμα και πιο εξατομικευμένα προϊόντα, γεγονός που «υποχρεώνει» τους παραγωγούς τροφίμων να αναβαθμίζουν τις διαδικασίες τους και να προσφέρουν μια μεγαλύτερη ποικιλία επιλογών.

Όταν μια εταιρεία αντιλαμβάνεται ότι δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις συνεχώς μεταβαλλόμενες απαιτήσεις μόνη της, η αναζήτηση στρατηγικών συνεργασιών ή η απόκτηση εξειδικευμένων επιχειρήσεων μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για την επιβίωση και την ανάπτυξή της.

Η δυναμική των εξαγορών και συγχωνεύσεων κινητοποιεί και άλλες εταιρείες να επαναξιολογήσουν τη θέση τους στην αγορά και να προβούν σε αντίστοιχες επενδυτικές κινήσεις.

Σε πολλές περιπτώσεις, μια εξαγορά από έναν μεγάλο όμιλο πυροδοτεί αλυσιδωτές αντιδράσεις, καθώς οι ανταγωνιστές του ομίλου αναζητούν τρόπους να ενισχύσουν τη δική τους ανταγωνιστικότητα.

Έτσι, παρατηρούμε ότι οι κινήσεις μιας μόνο εταιρείας έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν ολόκληρο τον κλάδο, οδηγώντας σε νέες επενδύσεις, αναδιοργανώσεις αλλά και σύμπραξη διαφορετικών επιχειρήσεων για την επίτευξη κοινών στόχων. Αυτή η αλληλεπίδραση κλιμακώνεται συνεχώς, διαμορφώνοντας ένα νέο ισοζύγιο ισχύος και ευκαιριών.

Ο λόγος που οι επιχειρηματίες οφείλουν να «διαβάζουν» συστηματικά τις αλλαγές της αγοράς είναι απλός: η έγκαιρη κατανόηση των τάσεων εξασφαλίζει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Η απουσία ευελιξίας και προνοητικότητας μπορεί να αποβεί μοιραία, ιδίως σε έναν κλάδο τόσο ανταγωνιστικό όσο αυτόν της βιομηχανίας τροφίμων.

Όπως μου έλεγε γνωστός επιχειρηματίας του Ηρακλείου με αφορμή την απορρόφηση από την εταιρείας του άλλου οργανισμού, αυτή η κίνηση υπήρξε σε συζητήσεις περίπου δέκα χρόνια. Τι ήταν αυτό που κινητοποίησε τις διαδικασίες για να προχωρήσει τώρα;

Σαφώς η ωριμότητα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και των δύο εταιρειών όμως παραδέχτηκε ότι η είσοδος νέων παικτών στην αγορά της Κρήτης είχε ως αποτέλεσμα να μεταβληθεί το περιβάλλον του κλάδου των τροφίμων στο νησί και άρα να αλλάξουν οι δυναμικές στην πίτα των πωλήσεων.

Σκέφτηκα ότι η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα ειδικά μετά την πανδημία είναι ίσως τα πιο δυνατά asset που μπορεί να έχει μια επιχείρηση.

Και το ξεκάθαρο όραμα του επικεφαλής της φυσικά. Η σημασία της προσαρμοστικότητας έχει αποδειχθεί επανειλημμένα σε κρίσιμες περιόδους, όπως αυτή της πανδημίας, όπου η εφοδιαστική αλυσίδα διαταράχθηκε και η συμπεριφορά των καταναλωτών μεταβλήθηκε ριζικά.

Εκείνες οι επιχειρήσεις που είχαν επενδύσει στη μελέτη της αγοράς και είχαν διαμορφώσει εναλλακτικές στρατηγικές προσαρμογής, βγήκαν πιο ισχυρές από τη δοκιμασία, ενώ άλλες βρέθηκαν να χάνουν έδαφος.

Επομένως, η ικανότητα έγκαιρης ανάγνωσης των αλλαγών συνδέεται άμεσα με τη βιωσιμότητα και την ανάπτυξη στον κλάδο των τροφίμων.