“Η γειτονιά μου τότε είχε δύο, ναι δύο, θερινά το “Μαρίνα” και το “Αντυάννα”

Τα  καλοκαίρια  των παιδικών μας χρόνων έχω την εντύπωση πως  δεν μοιάζουν με τα υπόλοιπα, όσο μακριά κι αν ταξιδέψουμε στη συνέχεια της ζωής μας  κι   όσα πανέμορφα νησιά κι άγνωστες χώρες κι αν επισκεφτούμε ως ενήλικες.

Εκείνα τα καλοκαίρια έχουν γεύση ανεμελιάς και παγωτού, μισού κακάο μισού βανίλια, και κατακόκκινου καρπουζιού. Πάντα μετά το απογευματινό ξύπνημα, ως ανταμοιβή για τον υπνάκο που ρίχναμε το καταμεσήμερο  με μισόκλειστες καπάντζες και το αεράκι  να κάνει  παιγνίδι με τις λεπτές άσπρες κουρτίνες.

Το πρώτο παγωτό που μας επιτρεπόταν έδινε το σήμα: το καλοκαίρι ήρθε. Ύστερα ακολουθούσε εκείνος ο ιδιότυπος διαγωνισμός-ανταγωνισμός με τους φίλους   που δεν άφηνε εκτός και τα μπάνια της θάλασσας.

«Σήμερα έφαγα το 6ο  παγωτό» σου έλεγε ο φίλος   κι εσύ που δεν ήθελες να μειονεκτείς απαντούσες: «Ναι, αλλά εγώ έχω κάνει ήδη 20 μπάνια». Κι αυτό συνεχιζόταν καθημερινά.

Από τη γειτονιά μου περνούσε κατά τακτά χρονικά διαστήματα ένας κύριος με άσπρη μπλούζα σαν γιατρός που μέσα σε ένα καλάθι που κρατούσε είχε μια πεντακάθαρη πεσέτα που έκρυβε βρασμένα καλαμπόκια, ξενικά τα λέγαμε. «Πέντε δραχμές τα μικρά, δέκα τα μεγάλα» διαφήμιζε την πραμάτεια του, κι όταν αγοράζαμε ήταν πάντα του τάληρου.

Ένα άλλο γεγονός του καλοκαιριού ήταν το μικρό φορτηγό που έφερνε στα σπίτα κασόνια με αναψυκτικά, λεμονάδες πορτοκαλάδες και την κόλα… της εποχής που ήταν η ζελίτα. Δεν ξέρω, αλλά πάντα οι γονείς μου -σοφοί άνθρωποι – παρήγγελναν περισσότερες ζελίτες, δημιουργώντας μια μέρα χαράς που ήταν η μέρα της ζελίτας. Άντε σήμερα να κάνεις ένα παιδί να αισθανθεί τέτοια χαρά με ένα τόσο μηδαμινό  πράγμα.

Οι παιδικές μου φίλες ήταν η Μαρία -Λουίζα και η αδερφή της η Σούλα. Έτσι τα καλοκαίρια βάζαμε ξώπλατα μπλουζάκια και μ’ ένα ποτήρι νερό  στο χέρι με ένα καλαμάκι, κάναμε ότι είμαστε μεγάλες. Μάλιστα μοιράζαμε  και τα όνοματα  των μεγάλων σταρ της εποχής. «Έγω Αλίκη, εσύ Τζένυ κι εσύ Ζωή».

Μια μεγάλη διασκέδαση, κι η πιο ακριβή για τα δεδομένα της εποχής, ήταν το θερινό σινεμά.

Η γειτονιά μου  τότε είχε δύο, ναι δύο, θερινά  το «Μαρίνα» και το «Αντυάννα», όπου τα δροσερά βράδια βλέπαμε ελληνικές  και ξένες ταινίες με ένα ζακετάκι που πάντα η μαμά επέμενε να παίρνω μαζί. Σήμερα δεν υπάρχει κανένα από τα δύο αυτά σινεμά! Έγιναν σπίτια και πολυκατοικίες. Μάλιστα πολλές φορές προσπαθώ να θυμηθώ πού ήταν το «Αντυάννα» και δεν μπορώ.

Ανοίγω μια παρένθεση για ένα θέμα που πολλές φορές συζητάμε με τους φίλους μου. Σήμερα άραγε το Ηράκλειο, η πόλη, δεν μπορεί να συντηρήσει ένα ιδιωτικό σινεμά; Γιατί τέτοια μιζέρια;

Η γειτονιά ήταν ολόκληρος ο κόσμος μας, οι βεγγέρες έδιναν κι έπαιρναν κυρίως στα σπίτια που είχαν τηλεόραση, αφού δυστυχώς είχε βάλει πόδι στις ζωές μας…

Κάποιες φορές πηγαίναμε για παραθερισμό στους Καλούς Λιμένες, αλλά επειδή «έφαγα» όλες τις λέξεις  και παραπάνω αυτό θα είναι το επόμενο στίγμα.

Τα χρόνια πέρασαν, έπιασα δουλειά, πήγα σε νησιά, λίγο στο εξωτερικό, όμως εκείνα τα καλοκαίρια μέσα μου έχουν μια ιδιαίτερη θέση στην ψυχή μου, γιατί, όπως είπε κάποιος, πατρίδα μας είναι η παιδική μας ηλικία.