Μετά την απώλεια δύο μεγάλων χώρων πρασίνου και συγκεκριμένα του οικοπέδου Φακίδη και του ακινήτου Λυδάκη, δεν χαράχθηκε μια αντισταθμιστική πολιτική

Η αλήθεια είναι ότι κύλησαν αργά αυτά τα δύο χρόνια που χρειάστηκαν, για να περάσουμε από τη μακέτα στην παράδοση.

Και τώρα που έφτασε η ώρα της κρίσης, ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί εάν το εύρος των εργασιών ανάπλασης στο πάρκο Γεωργιάδη, ήταν αντίστοιχο του χρονοδιαγράμματος στη διάρκεια του οποίου, η πόλη στερήθηκε ένα τόσο ζωτικό κοινόχρηστο χώρο πρασίνου

. Έχω την αίσθηση ότι ακόμα και τώρα που ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο, καθώς ανατροφοδοτείται η σχέση της πόλης με το αναπλασμένο πάρκο, δε θα μάθουμε ποτέ, πως διέλαθε της προσοχής τόσων ματιών και π;vς ξέφυγε της κρίσης τόσων αρμοδίων, ότι για να γίνει αυτό το έργο, που δε χαρακτηρίζεται από την πολυπλοκότητα του, έπρεπε να δεσμευτούν συμβατικά δύο ολόκληρα χρόνια.

Έχω ακριβώς την ίδια απορία και για μια σειρά άλλων έργων όπως για παράδειγμα του Καπετανάκειου, όπου αφού πέρασαν δέκα χρόνια για να κατασκευαστεί, εκ των υστέρων διαπιστώνουμε  «θεματάκια», όπως ότι δεν υπάρχει εξαερισμός στις τουαλέτες (!), αλλά και σχεδιαστικές ανεπάρκειες που έχουν σαν αποτέλεσμα οι υπόγειοι χώροι του σχολικού συγκροτήματος να πλημμυρίζουν με ευκολία με νερά και λύματα…

Η εμπειρία έχει δείξει ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις επιστρατεύεται χειραγωγικά μια ευέλικτη δικαιολογία  για να μαζέψει τα ασυμμάζευτα, και για να καλυφθούν οι ευθύνες τις οποίες δεν αναζητά κανείς για να τις αποδώσει  έστω για την τιμή των όπλων.

Με την ελπίδα ότι δεν θα συναντήσουμε αντίστοιχα «θεματάκια» στη σημερινή εικόνα του αναβαπτισμένου πάρκου, έχουμε κάθε λόγο να χαρούμε για την επίσημη παράδοση του σπουδαίου αυτού κοινόχρηστου χώρου της πόλης τον οποίο στερηθήκαμε για δύο ολόκληρα χρόνια.

Πριν όμως γυρίσουμε αυτή τη σελίδα, έχει αξία να κατανοήσουμε και να μην παραβλέψουμε, ότι όλη η ιστορία της ανάπλασης του πάρκου, όπως αυτή γράφτηκε μέσα από τις οργισμένες διαμαρτυρίες που προκάλεσαν μέχρι και την επιστράτευση των ΜΑΤ, αντανακλά στην ουσία, τη βαθύτερη ανάγκη της πόλης για περισσότερους κοινόχρηστους χώρους και περισσότερο πράσινο.

Μετά την απώλεια δύο μεγάλων χώρων πρασίνου και συγκεκριμένα του οικοπέδου Φακίδη και του ακινήτου Λυδάκη, δεν χαράχθηκε μια αντισταθμιστική πολιτική, για την  αντικατάσταση των κοινόχρηστων εκτάσεων που θα μπορούσαν να εκτονώσουν τις ισχυρές πολεοδομικές πιέσεις που κυκλώνουν την πόλη.

Ειδικά σε αυτές τις δύσκολες μέρες που ζει ο τόπος μας και ο πλανήτης ολόκληρος, η ανάγκη της απόκτησης ελεύθερου χώρου και ενίσχυσης του πρασίνου, παίρνουν άλλη διάσταση, αφού τόσο οι σκληρές συνθήκες της οικονομικής κρίσης, όσο και το εφιαλτικό σκηνικό της πανδημίας αναδεικνύουν τα δύο αυτά θέματα σε κρίσιμα ζητούμενα…

Στην κατεύθυνση αυτή έχει ενδιαφέρον να καταγραφούν τα αντανακλαστικά του Δήμου Ηρακλείου και να διαπιστωθεί αν θα σπεύσει να καταστρώσει ένα στρατηγικό σχέδιο για την ενίσχυση των κοινόχρηστων χώρων και του πρασίνου στην πόλη ή αν θα παραμείνει εγκλωβισμένος στις στερεοτυπικές αντιλήψεις για το τι σημαίνει παραγωγή δημοτικού έργου…