Λαχταρούσα να τελειώσω τη δουλειά και να κατέβω στο κέντρο της πόλης για ποτό. Το βράδυ της Παρασκευής έχει ένα παραπάνω ενδιαφέρον στις μπάρες. Θες το τέλος της εργασιακής εβδομάδας, θες η ανάγκη να καθαρίσει το μυαλό σου, θες η αναζήτηση του συγχρωτισμού με τη μάζα ανάμεσα σε καπνούς, αλκοόλ και ημίφως, θες  η διατήρηση μιας επαφής με τον κόσμο εκεί έξω, προσδίδουν στην έξοδο της Παρασκευής ένα διαφορετικό χρώμα.

Αν είναι και δύο Παρασκευές πριν από τα Χριστούγεννα, τότε η έξοδος αποκτά  μυστήριο και μπόλικο θείο. Και προφανώς αυτό δεν δημιουργείται από τον σκιώδη και παλιομοδίτικο στολισμό της πόλης, που όπως  κάθε χρόνο έτσι και φέτος φόρεσε τα πιο… κιτς της.

Είναι αφενός μια ακατανόητη διάθεση των ανθρώπων, άσχετη με το θρησκευτικό τους υπόβαθρο, για περισσότερη διασκέδαση και αφετέρου η παρουσία μιας ´φυλήςª στα bar και τα  cafe του Ηρακλείου, που όλες τις άλλες εποχές του χρόνου παραμένει εξαφανισμένη, ζώντας σε έναν άλλο κόσμο!

Φτάνοντας με το αυτοκίνητο στις παρυφές του κέντρου, λίγο πριν τα μεσάνυκτα, αντικρίζω μποτιλιάρισμα που με βάζει σε υποψίες…. Προσπαθώ να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, στρίβω δεξιά και βρίσκω μια -ο Θεός να την κάνει- ρεμίζα ανάμεσα σ’ ένα Fiatάκι και μια Μερτσέντες. Με δέκα μανούβρες χώνομαι ανάμεσά τους, βγαίνω από το αυτοκίνητο, σταυροκοπιέμαι στην εκκλησία της γειτονιάς, σηκώνω τους γιακάδες και με βήμα ταχύ κινώ για να χωθώ στο αγαπημένο μου μπαρ.

Του κάκου, όμως… Η μπάρα είχε κατακλυστεί από θαμώνες και το υπόλοιπο μέρος είχα να το δω καιρό τόσο γεμάτο. Πόσο μάλλον τώρα που έχει κάνε και επέκταση!

Έμεινα για λίγο μετέωρος στο κέντρο του μαγαζιού και αποφάσισα ν’ αναζητήσω αλλού την τύχη μου, ώσπου να ´σπάσειª η κίνηση για να επιστρέψω στα οικεία λημέρια.

Όμως και η δεύτερη απόπειρα δεν στέφθηκε με επιτυχία. Έβαλα τον τετραψήφιο κωδικό που μου άνοιξε την κυπαρισσί πόρτα του μπαρ, αλλά τόσο στο ισόγειο όσο και στον όροφο  δεν έπεφτε καρφίτσα. Εισέπραξα τα χαμόγελα κατανόησης από το νεανικό προσωπικό και έφυγα.

Στον πεζόδρομο σκεφτόμουν: Πώς γίνεται να είναι καργαρισμένα και τα δυο μπαρ που μπήκα, όταν την ίδια ώρα μια μερίδα θαμώνων διασκέδαζε αλλού, και συγκεκριμένα στο live της Μελίνας Κανά και του Μπάμπη Στόκα, και υπό κανονικές συνθήκες θα είχαν αφήσει κενό χώρο; Περπατώντας με τις σκέψεις μου έφτασα σε έναν άλλου ύφους χώρο, πολυμορφικό,  με τρεις διαφορετικές μπάρες, που – ω, τι σύμπτωση! – ήταν και αυτές γεμάτες!

Παίρνω τα πόδια μου, αλλά όχι των ομματιών μου και επιστρέφω στο πρώτο μπαρ με την ελπίδα ότι μια θέση θα με περιμένει. Το σκηνικό ίδιο και απαράλλακτο, ο μπάρμαν ο αχρείος ούτε που κοιτούσε προς το μέρος μου… Σαν από μηχανής Θεός εμφανίστηκε η σερβιτόρα που διάβασε την απογοήτευση στο πρόσωπό μου. «Παίζει πάσο ατομικό με σκαμπό, στη γωνία μεταξύ τοίχου και μπάρας.

Προλαβαίνεις». Μια που το είπε, μια που το άκουσα και μια που χώθηκα! Δεν παρήγγειλλα καν. Ήξερε τι έπινα και με σέρβιρε χωρίς χρονοτριβή, θέλοντας να διασκεδάσει την ταλαιπωρία μου. Χωρίς να το καταλάβω, είχα πιει το πρώτο, συνοδευόμενο από καρότα και φιστίκια. Κάνω νεύμα για δεύτερο, αλλά προηγήθηκε η έλευση ενός… μαύρου γάτου! Χωρίς να το καταλάβω, σκαρφάλωσε εκεί που καθόμουνα και ξαφνικά βρεθήκαμε να μοιραζόμαστε το ίδιο σκαμπό!

Χωρίς γνωριμία, χωρίς συστάσεις, αλλά με περίσσια οικειότητα. Το σώμα του στο σκαμπό, το κεφάλι του στο πόδι μου και εγώ να τον χαϊδεύω. Ποτέ δε μου είχε… καθίσει γατί και καταλαβαίνετε. Είχαμε συνυπάρξει περισσότερη από μισή ώρα και ακόμα αναρωτιόμουν: Μα πώς; Πήρα και τρίτο ποτό, μπας και δώσω εξήγηση.

Έπρεπε να το τελειώσω, για να καταλάβω ότι ήταν… «ένας γάτος μαύρος, πονηρός, που κάθε που εβράδιαζε  ντύνονταν γαμπρός»… Απλά, το βράδυ της Παρασκευής προς  Σάββατο δεν μπήκε σε σπίτια να ζητήσει τα κορίτσια δήθεν για σκοπό. Αντί κόκκινου παπιγιόν, φόρεσε κόκκινο περιλαίμιο, μπήκε στο μπαρ της γειτονιάς του και επέλεξε αντροπαρέα, για να σώσει το τομάρι του!