Ή μήπως ο παγκολίνος, που έφαγε τη νυκτερίδα, είχε στο μυαλό του κάποιο άλλο σενάριο;

Πέρυσι τέτοια ημέρα, ακροβατούσα μεταξύ της οργής για τις κλειστές εκκλησίες και της ηρεμίας ενός αόρατου εχθρού που μου είχε προσφέρει πολύ περισσότερα από αυτά που μου είχε στερήσει. Φέτος τέτοια ημέρα, δεν ακροβατώ καν. Έχω συνηθίσει. Συνήθισα πια να μην έχει χρώμα το Πάσχα. Συνήθισα να μη φοβάμαι, να μην αναπνέω ελεύθερα, να μην περιμένω την αγκαλιά. Ακούω τις καμπάνες από την εκκλησία κι αναρωτιέμαι για ποιον χτυπούν. Γιατί άραγε ακόμα χτυπούν;

Προσπαθώ να σκεφτώ. Προσπαθώ να σκεφτώ για να δώσω ένα όμορφο νόημα σε ένα ακόμα Πάσχα που θα είναι μισό. Για την ακρίβεια θα είναι… λειψό. Κι ό,τι του λείπει, δεν μπορεί παρά να προσφέρει μόνο λύπη.

Μετά θυμάμαι τις ουρές. Τις ουρές από νέους ανθρώπους, που με το κρυμμένο από μάσκες χαμόγελο, περίμεναν τη Μεγάλη Τετάρτη, για να ξεπλύνουν στα μπράτσα τους τις αμαρτίες μιας ολόκληρης γενιάς, μ’ ένα ml από κάποιο άγνωστο υγρό προερχόμενο από την Οξφόρδη.

Όσο κι αν προσπαθώ να γελάσω δεν μπορώ. Είναι άλλωστε η Μεγάλη Εβδομάδα, που είτε το θέλεις είτε όχι, σκεπάζει μ’ ένα πέπλο θλίψης τις αλήθειες των Πιστών. Μάλλον αυτό συμβαίνει γιατί λίγες ώρες μετά έρχεται η Ανάσταση.

Έρχεται όμως η Ανάσταση; Ή μήπως άραγε αυτός ο παγκολίνος, που έφαγε τη νυκτερίδα και στη συνέχεια τον έφαγε ο άνθρωπος που ταξίδεψε σε όλες τις γωνιές της γης, είχε στο μυαλό του κάποιο άλλο σενάριο; Μήπως άραγε οι Κινέζοι, ζηλεύοντας τη δική μας πίστη, θέλησαν να κάνουν ακόμα και την Ανάσταση “Made in China” και να προσθέσουν στο σκηνικό λίγο από Σίσυφο, με τον Ιησού να ανεβαίνει τον Γολγοθά, να ανασταίνεται και να φθάνει ξανά στην αρχή της διαδρομής με τον σταυρό στην πλάτη σαν να μην αναστήθηκε ποτέ; Δεν ξέρω.

Όπως δεν ξέρω την επόμενη ημέρα. Αν κάποιος με ρωτούσε πέρυσι πώς θα ήταν φέτος η Μεγάλη Πέμπτη, με τεράστια βεβαιότητα θα του απαντούσα «κανονική». Δεν χωρούσε στο μυαλό μου κάτι πέρα από αυτό, ακόμα κι όταν άκουγα ειδικούς της επιστήμης μαζί με «ειδικούς του διαδικτύου» να διατρανώνουν ότι ούτε το 2021 δεν θα ξεμπερδέψουμε.

Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα, το μυαλό μου ακούει μουσικές. Έχει ανάγκη να ακούσει κάτι, ακόμα κι αν κινδυνεύει να χαρακτηριστεί «τρελό» για να αντέξει την πίεση. Κι από κάπου μακριά, βλέπει σκιές από έναν θίασο που θυμίζει το σπήλαιο του Πλάτωνα, να τραγουδούν… «Ζήσε μονάχα τη στιγμή και άσε το μετά. Ένα σωσίβιο η ζωή που ξεφουσκώνει αργά».  Ας ζήσουμε λοιπόν φέτος αυτό το Πάσχα όσο καλύτερα μπορούμε. Κι ας ελπίσουμε πως το «αύριο» θα έχει έστω και λίγο, χρώμα από την ανάσταση που προσδοκεί ο καθένας.