Ας κάνουμε ένα πείραμα. Βγείτε έξω και ρωτήστε τυχαία περαστικούς, αν είναι ευχαριστημένοι από την ζωή τους στην Ελλάδα.
Στην συντριπτική τους πλειοψηφία, θα σας απαντήσουν «ΟΧΙ» με κεφαλαία γράμματα.
Μήπως γιατί ανήκουν στην «μίζερη αντιπολίτευση», που δεν μένει ικανοποιημένη με τίποτα;
Δεν νομίζω…
Όποιον και να ρωτήσεις στις μέρες μας, ανθρώπους του περιβάλλοντός μας, φίλους της κυβέρνησης, εχθρούς του Μητσοτάκη, εργαζόμενους, συνταξιούχους, νέα παιδιά, τον ίδιο μας τον εαυτό, όλοι θα βρούμε κυρίως αρνητικά να πούμε.
Κατ’ αρχήν όλοι, μικροί μεγάλοι, θέλουν να βγουν στην σύνταξη.
Δεν αγαπούν πλέον την δουλειά τους, δεν την απολαμβάνουν, θέλουν να φύγουν όσο πιο γρήγορα, έστω και με μειωμένες απολαβές.
Και μόνο αυτό, λέει πολλά για το πώς έχουν διαμορφωθεί οι εργασιακές συνθήκες στην χώρα μας. Μήπως είναι ευτυχέστεροι οι συνταξιούχοι; Ίσως, αν παραμένουν υγιείς γιατί η πρόσβαση στην περίθαλψη είναι στα χειρότερά της, αλλά και πάλι τα προβλήματα δεν λείπουν και είναι κυρίως οικονομικά. Οι πιο πολλοί στηρίζουν μέλη της οικογένειάς τους με τα χρήματα αυτά, και σε κάθε περίπτωση, η μικρή σύνταξη δεν είναι αρκετή, όταν τα πάντα είναι ακριβά και οι οικονομικές υποχρεώσεις μεγάλες.
Όσο για τα νεότερα παιδιά που δεν τους αρέσει να μιλούν πολύ, περνάνε τις ώρες τους βυθισμένα μπροστά από μία οθόνη. Μεγάλο ποσοστό από αυτά, όπως διαβάζουμε στις έρευνες, έχουν άγχος και κατάθλιψη, αυτά δηλαδή που βιώνουν οι γονείς τους. Κι όμως όλοι αυτοί οι πολύ διαφορετικοί άνθρωποι, που διψάνε για λίγο οξυγόνο, βρήκαν κάτι κοινό να τους ενώνει κι αυτό ήταν το έγκλημα των Τεμπών.
Η νέα κυβερνητική γραμμή απέναντι στον κόσμο των Τεμπών είναι ότι υπήρξε τελικά «ειλικρινής θλίψη» και παράλληλα εμπόριο θλίψης.
Το πρώτο φυσικά μπορεί να το εκφράσει ο μεγάλος μεταρρυθμιστής πρωθυπουργός, το άλλο ανήκει στην «μίζερη αντιπολίτευση», όπως σχολίασε ο καθηγητής Νικόλας Σεβαστάκης. Μετά τα σχόλια και τα κείμενα πικρόχολης αντιπάθειας, ήρθαν δόσεις ήπιας περιφρόνησης και τώρα, μετά το συγκλονιστικό μέγεθος των συγκεντρώσεων, μία αηδιαστική επικοινωνιακή-συναισθηματική χειραγώγηση.
«Στα Τέμπη ήταν τρομακτική αυτή η ορφάνια που νιώσαμε όλοι μας, όταν σκοτώθηκαν 57 άνθρωποι με έναν τρόπο εφιαλτικό», είπε σε συνέντευξή του ο Παντελής Μπουκάλας. Τρομακτική ήταν και η σπουδή του μπαζώματος, που αλλοίωσε σχεδόν αμέσως τον τόπο του μαζικού φονικού. Ακόμα κι αν δεν συνιστούσε απόπειρα συγκάλυψης, όπως ισχυρίζονται οι κυβερνώντες Φαρισαίοι, ασκήθηκε εφιαλτική βία, η βία που στο αίμα των παιδιών και στα μέλη τους που δεν είχαν ακόμα συλλεχθεί. Ναι, ήταν τρομακτική αυτή η βιασύνη να τα σκεπάσουμε όλα για να συνεχιστεί η ζωή στην «κανονικότητά» της.
Τόση βία; Και τόση υποκρισία; Πήγε η κυβερνητική κουστωδία και έδωσε παράσταση βαθιάς συγκίνησης και δακρύων. Αν είναι να κλαις όπως κλαίει ο κροκόδειλος και όπως μοιρολογεί η φώκια την ώρα που τρώει το θύμα της, άσ’ το καλύτερα, μην καταντροπιάζεσαι δημοσίως. Μην πας καν εκεί, μην αφήσεις λουλούδια, μη φιλήσεις τα βαγόνια, δεν θα σε πιστέψει κανείς. Οι χυδαιότητες που έχουν ειπωθεί από υπουργούς δεν θα σβήσουν ποτέ από το μυαλό μας.
Όλα θα είχαν ήδη τελειώσει αν δεν υπήρχαν οι συγγενείς των θυμάτων, για τους οποίους ειπώθηκαν τερατώδεις χυδαιότητες, ότι δήθεν αποβλέπουν σε οικονομικές αποζημιώσεις ή ότι δεν πενθούν «όπως πρέπει», σιωπηρά, στην εκκλησία.
Το πένθος όμως δεν είναι υποχρεωμένο να σιωπά, μπορεί και να ουρλιάξει».
Αν θέλουμε να ελπίζουμε ότι κάτι μπορεί να αλλάξει, αυτό πρέπει να συνεχίσουμε να κάνουμε και εμείς.