Δυό κόσμοι προσπαθούσαν να συναντηθούν σε εκείνο το μικρό στενάκι, που έμοιαζε να φωτίζεται αλλιώτικα

Τη συνάντησα πρώτη φορά σε ένα μικρό στενάκι της πόλης, όπου ο ήλιος δεν καταφέρνει ποτέ να απλώσει τις ακτίνες του και να  ζεστάνει τους λιγοστούς περαστικούς καθώς τα πανύψηλα κτήρια σκιάζουν κάθε πέρασμα. Ήταν υποβασταζόμενη από μια άλλη κυρία, που την κρατούσε με μεγάλη προσοχή από το μπράτσο, σαν κάτι εύθραυστο που με κάθε τρόπο έπρεπε να προστατευθεί.

Τα μαλλιά της κατάλευκα, καλοχτενισμένα, φούσκωναν με μια παιδική αφέλεια στο φύσημα του αέρα, καθώς προχωρούσε με μικρά απαλά βήματα το στενό δρομάκι που έμοιαζε ξαφνικά να μεγαλώνει και να μακραίνει, ενώ ο χρόνος έπαιρνε άλλη διάσταση και ρυθμό.

Το βλέμμα της είχε εστιάσει πάνω μου επίμονα, σα να ζητούσε απάντηση σε χιλιάδες ερωτήσεις που ανέδυε κάθε σύσπαση του προσώπου της. Η ματιά της είχε μια ευθύτητα και μια απίστευτη φυσική ευγένεια ταυτόχρονα, με την οποία με καλούσε να ανταποκριθώ σε κάτι που εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να καταλάβω σε τι αφορούσε.

Καθώς πλησιάζαμε μεταξύ μας ένιωθα να ανεβαίνει η φόρτιση μιας βλεμματικής πρόσκλησης που έμοιαζε με πρόκληση αλλά και με παράκληση ταυτόχρονα.

Λίγο πριν προσπεράσουμε η μία την άλλη γύρισε και μου είπε «καλημέρα!» σαν να προσπαθούσε από αυτή τη λέξη να κρατηθεί μέσα στο χρόνο που έμοιαζε να στροβιλίζεται γύρω της σε άλλες διαστάσεις και να τη βυθίζει σε μια δίνη από την οποία απεγνωσμένα προσπαθούσε να βγει. «Καλημέρα» της απάντησα, και αυτόματα μου ανταπάντησε «ποια είστε;».

Δυό λεξούλες τόσες δα, με ένα ερωτηματικό στο τέλος τους, που έβγαζαν τόση ανάγκη για επικοινωνία, τόση αγωνία για προσδιορισμό, τόση απόγνωση για προσανατολισμό τόση επιθυμία για απεμπλοκή από το χάος.  «Γειτόνισσα είμαι και μένω εδώ κοντά» της απάντησα.

Δυό κόσμοι προσπαθούσαν να συναντηθούν σε εκείνο το μικρό στενάκι, που έμοιαζε να φωτίζεται αλλιώτικα, καθώς η κυρία που στήριζε από το μπράτσο την ηλικιωμένη γυναίκα, μου ψιθύριζε, «σας ευχαριστώ πολύ». Μέσα σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα, αυτή η τόσο σύντομη στιχομυθία ένιωσα ότι ανέδυε τόσα πολλά, δύσκολα, λυτρωτικά, που έχουμε τόσο ανάγκη να μοιραστούμε.

Ποτέ δεν έμαθε η μία το όνομα της άλλης τις επόμενες φορές που συναντηθήκαμε στο στενό αυτό, που εξακολουθούσαμε να χαιρετιόμαστε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, σαν γειτόνισσες.  Πάει όμως καιρός από τότε που έχω να τη δω και έχω μείνει με την απορία αν και σε εκείνη λείπουν οι συναντήσεις μας όπως και σε μένα.