Τότε πήρα ένα μάθημα ζωής γιατί  δεν έλεγε “αν θα περπατήσω”, αλλά “όταν θα περπατήσω”. Εννοείται ότι περπάτησε γρηγορότερα από τα ιατρικά προγνωστικά

Πάντα γεννούσε μέσα μου μεγάλη θλίψη όταν άκουγα για ανθρώπους που άλλη γη τους γέννησε κι άλλη, για διάφορους λόγους, γη τους δέχτηκε στα σπλάχνα της.

Αφορμή για να το θυμηθώ ήταν ο θάνατος του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού, που γεννήθηκε στο Ρέθυμνο αλλά από το 1975 που εξελέγη, πατρίδα του έγινε μια άλλη χώρα, μια άλλη ήπειρος που έγινε και η τελευταία του κατοικία.

Αιτία θα είναι πάντα η γιαγιά μου η Κατίνα, που σε λίγες μέρες έχουμε τα συναπαντήματά της  και η θεία μου η Θεανώ. Σήμερα θα σας πω για την Κατίνα… Γεννημένες στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, ήρθαν μαζί με την αδελφή τους τη Βασιλική,θα σας πώ άλλη φορά για την χαμένη θεία στην Αργεντινή και  το στερνοπούλι τον αδελφό τους τον Σάββα, στην Κρήτη, με την ανταλλαγή των πληθυσμών.

Οι προπαππούδες μου Αλέξανδρος και Δέσποινα Αλεξιάδη, αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς, με πρώτο σταθμό το λιμάνι της Μερσίνας και δεύτερο την Άνδρο, εκεί όπου άνοιξε τις αυλές του και το σπίτι του ο εφοπλιστής Εμπειρίκος  για να βοηθήσει το λεφούσι των ξεριζωμένων.

Μ’ αυτές τις ιστορίες και πολλές άλλες μεγάλωσα αφού τις  Τετάρτες το απόγευμα  και τα Σαββατοκύριακα που ήταν κλειστά τα μαγαζιά η θεία μου ερχόταν στο σπίτι μας για επίσκεψη.

Όταν ακουγα το ταξί να σταματά μποροστά στο σπίτι μας ένοιωθα πάντα χαρουμένη γιατι ήξερα πως ανάμεσα στις κουβέντες που έπιαναν μεταξύ απογευματινού  καφέ και βραδινού, θέση πάντα είχε η “πατρίδα” Καισάρεια της Καππαδοκίας,τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν  στην Κρήτη, στα Δαμάνια και στο Ηράκλειο, πως ως  νεαρές υφάντριες στην Καστρινογιάννη δούλευαν σκληρά αλλά πάντα ήταν πεντακάθαρες όταν έβγαιναν έξω, η χαμένη αδερφή Βασιλική.

Αυτή η ιστορία της Βασιλικής “έπαιζε” πολύ και στα μεγάλα τραπέζια της οικογένειας,Πάσχα και παραμονή πρωτοχρονιάς. Η γιαγιά μου λοιπόν ήταν μια αεικίνητη μικροκαμωμένη γυναίκα με μυαλό ξουράφι,που όπως λεει η μάνα μου μεταξύ σοβαρού και αστείου, αν ζούσε σε πιο εύκολους καιρούς θα είχε γίνει πρωθυπουργός.

Μακριά από την εικόνα της γιαγιάς που υπήρχε  στο   αναγνωστικό μου του δημοτικού, δεν είχε άσπρα μαλλιά, ευτυχώς αυτό το κληρονόμησα, αλλά τότε αναρωτιόμουν γιατί δεν ήταν όπως όλες οι υπολοιπες γιαγιάδες. Επίσης δεν καθόταν στο παραγώνι όπως εκείνη η γιαγιά του βιβλίου, είχε άποψη για όλα και κάποιες φορές αν την άφηνες ήθελε να την επιβάλλει κιόλας.

Κόντρα στην γιαγιά του αναγνωστικού ήταν όλα κι όλα σαράντα κιλά και μέχρι τα 70  και… έκανε την διαδρομή κέντρο -προάστιο της Αγίας Αικατερίνης χωρίς να κουραστεί καθόλου. Αυτό την έσωσε τότε που έσπασε την λεκάνη της  όταν πια είχε πατήσει τα 80.

Κι όχι μόνο. Τότε πήρα ένα μάθημα ζωής γιατί δε έλεγε “αν θα περπατήσω”, αλλά “όταν θα περπατήσω’’. Εννοείται ότι περπάτησε γρηγορότερα από τα ιατρικά προγνωστικά. Στο δε Βενιζέλειο όπου νοσηλέυτηκε, αρνήθηκε να πει την πραγματική της ηλικία, για να την προσέξουν οι γιατροί ενώ όταν ένας  από αυτούς της φάνηκε πολύ νέος για να έχει μεγάλη εμπειρία, απαίτησε να αντικατασταθεί με έναν μεγαλύτερο.

Πρώτα έφυγε η Θεανώ αν και μικρότερη, η οποία αναπαύεται στο χωριό του άνδρα της κι ακολούθησε η Κατίνα στα Δαμάνια, το χωριό που δέχτηκε πολλούς ξεριζωμένους μικρασιάτες.

Ήταν 13 Απριλίου κι αυτό που θυμάμαι ήταν το κλάμα που με έπιασε όταν σκέφτηκα την διαδρομή της, από την “πατρίδα” που δεν την άφησαν να   ζήσει στην πατρίδα που της έδωσε η μοίρα.