«Δεν το ήθελε να γίνει γνωστό όσο ζούσε, δε θα το θέλει και τώρα που μας βλέπει από ψηλά»

Σ’ ένα γραφείο τελετών, εκεί όπου συνήθως γράφεται η αρχή του τέλους, ειπώθηκαν προσφάτως ίσως τα πιο τρυφερά λόγια αγάπης που έχω ποτέ ακούσει. Στον χώρο όπου θα κάνεις τις τελευταίες αγορές για τον άνθρωπο που ίσως αγαπάς περισσότερο στη ζωή σου, μία φίλη μαζί με τον πατέρα της, ανάμεσα στα φέρετρα που επιδεικνύονται για αγορά, ξεδίπλωσαν τις πιο τρυφερές  τους σκέψεις. Σκέψεις που αποτελούν το επιστέγασμα μιας  βαθιάς σχέσης ζωής που μόνο ο θάνατος μπορεί να σταματήσει.

Ο ηλικιωμένος πατέρας συντροφιά με την μονάκριβή του κόρη αποκάλυψαν το πιο τρυφερό – γλυκό μυστικό  μιας σχέσης  που δύσκολα συναντά κανείς στις μέρες μας. Μιας σχέσης που μου φέρνει στο μυαλό την ποίηση του Γκ. Απολλιναίρ, και η οποία δεν γράφτηκε τον περασμένο αιώνα στη Γαλλία, αλλά  ελάχιστες δεκαετίες πριν στο Ηράκλειο.

Ο κουρασμένος και καταβεβλημένος πρωταγωνιστής, έχοντας στο πλευρό του το αγαπημένο του παιδί, κλήθηκαν να επιλέξουν όλα όσα «χρειαζόταν» το αγαπημένο τους πρόσωπο. Και μαζί με αυτά, να τακτοποιήσουν τις γραφειοκρατικές εκκρεμότητες που ορίζει η Πολιτεία.

Άχαρη διαδικασία στον χώρο όπου ο Χάρος βρίσκεται σε κάθε γωνιά και περιμένει τον οβολό του. Στο μυαλό και των δύο κυριαρχούσε η σκέψη του αποχαιρετισμού, ξεχείλιζε ο πόνος και ταυτόχρονα ξεπηδούσαν άναρχα οι αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής.

Ο συμπαθητικός υπάλληλος του γραφείου, ο οποίος εσκεμμένα ή από συνήθεια  έδειχνε να συμπάσχει κι αυτός με τον πόνο των πελατών του, ρώτησε και τους δύο τα στοιχεία που ζητούσαν τα έγγραφα και έπρεπε να συμπληρωθούν. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και η ηλικία της νεκρής.

«Ήταν 75 ετών» πρόλαβε να πει πρώτη η κόρη της. Ο πατέρας, αν και χαμένος στις σκέψεις και πλημμυρισμένος από συναισθήματα που μόνο αυτός ξέρει ότι είχε, όρθωσε το κεφάλι και με δυνατή φωνή, μέσα σε λίγες λέξεις που εκστόμισε, φανέρωσε τον πόνο του, αλλά και την αγάπη που ένιωθε και εξακολουθεί να νιώθει για τον άνθρωπο που τον συντρόφευε για δεκαετίες και πλέον δεν είναι μαζί.

«Όχι, να μην γραφτεί στο αγγελτήριο θανάτου η πραγματική ηλικία. Να κρύψουμε πέντε χρόνια… Μόνο εμείς ξέραμε ότι η μητέρα σου ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερη από εμένα.

Η γειτονιά δεν το γνώριζε και θα το μάθει βλέποντας κολλημένο στον τοίχο το άχαρο αυτό χαρτί. Δεν το ήθελε να γίνει γνωστό όσο ζούσε, δε θα το θέλει και τώρα που μας βλέπει από ψηλά», είπε και τα λόγια του ακούστηκαν σαν μια εντολή που κανείς δε θα μπορούσε να μην τηρήσει.