Αυτή η επανάληψη στην ιστορία των καταλήψεων, δεν θυμίζει πλέον φάρσα, αλλά δράμα «ευρυπίδιο» που θα έμπαινε στον πειρασμό να λατρέψει ακόμα κι ο Αριστοφάνης.
Οι σκέψεις πριν την αρχή του κειμένου, ήταν να μη χρησιμοποιηθεί αυτόματη γραφή, αλλά λόγος απλός, λιτός, σχεδόν φωτογραφικός, έτσι όπως ενδεχομένως θα μπορούσε να γίνει εν μέρει κατανοητός από μια νεολαία που έχει υποκύψει στο ναρκωτικό του μιμητισμού και της τυφλής υποταγής στις υποδείξεις κάποιων κατ’ επίφαση αυθεντιών του δικού τους πληκτρολογίου.
Όχι λοιπόν. Δεν θα χαρίσουμε την ευκολία της γραφής στη νεολαία επειδή αυτή συνήθισε. Θα της μιλήσουμε με την εξαίρεση της γλώσσας που ακόμα και στο ίδιο της το σπίτι έχει εξαφανιστεί.
Το να αντιδρά η νεολαία στα τεκταινόμενα μιας ξεχαρβαλωμένης χώρας δεν είναι δικαίωμα. Είναι υποχρέωση. Και μάλιστα ιερή. Το να ορθώνει ανάστημα απέναντι σε ανούσιες κι αναίτιες πολιτικές και να διεκδικεί θέση στο κάδρο, αποτελεί πράξη ευθύνης.
Το να «ανακατεύει» όμως «ναι» και «όχι» σε ψηφοφορίες και να μπαίνει πριν καν εισέλθει στον καθημερινό στίβο μάχης, σε μια διαδικασία βίας και νοθείας για να υποστηρίξει όχι δικαιώματα δικά της, αλλά την αντίθεση στο νόμο, η οποία αποτελεί de facto αντίθεση στη δημόσια υγεία, δεν είναι απλά κατακριτέο, αλλά απόλυτα επικίνδυνο.
Η ευθύνη η δική μας (μιλώ εξ ονόματος μιας γενιάς που δεν με αντιπροσωπεύει αλλά συμπίπτει ηλικιακά στη φθορά μου) τεράστια. Κι όμως κανείς δεν την αναλαμβάνει. Καθηγητές, γονείς, πολιτικοί, ακόμα και τοπικοί άρχοντες κοιτούν αμήχανα ανοικτές κι όχι κλειστές ή περιφραγμένες πόρτες, καμαρώνοντας μάλιστα πολλές φορές για την επανάσταση του τίποτα από τους γόνους της παρακμής.
Σαφέστατα κι ο επιμερισμός δεν αφορά στο όλον. Αφορά στην κλασική θλιβερή μειοψηφία, που έχοντας ανάγκη να φωνάξει για να ακουστεί η σιωπή της, διολισθαίνει όλο και περισσότερο στο βούρκο της ανυπαρξίας η οποία συντηρείται μιντιακά. Κι έτσι ψηλώνει το δικό της μηδέν ένα μέτρο ακόμα. Όμως το μηδέν όσο και να το πολλαπλασιάσεις δεν διπλασιάζεται. Μικρές ταπεινές λεπτομέρειες για τους κοπανατζήδες των ηλεκτρονικών.
Εν κατακλείδι και χωρίς περιστροφές, όσο το κοινωνικό γίγνεσθαι συνεχίζει την καταρρίχηση, άλλο τόσο θα υπερηφανεύεται για τα παιδιά των tablets, του Tik Tok και του Insta σ’ ένα κόσμο που το να δημιουργήσεις μια ρέπλικα της αποσύνθεσης φαντάζει ιερός σκοπός. Κατάληψη λοιπόν στα πάντα.
Και για πάντα. Αρκεί να παραμείνουμε αμόρφωτοι, αδαείς, οσφυοκάμπτες, γλοιώδεις και ανύπαρκτοι στην ηλεκτρονική φυλακή των 7 νανομέτρων μας.