Η τιμή της ελληνικής γλώσσας και ο σεβασμός απέναντι στην ιστορία που κουβαλά είναι ζήτημα παιδείας
«Καλύτερα μια ανορθόγραφη αλήθεια πάρα ένα ορθογραφημένο ψέμα. Η παιδεία δεν είναι θέμα ορθογραφίας».
Πριν προλάβουν να μου πέσουν τα μαλλιά από το σοκ, επέλεξα να αποστρέψω το βλέμμα από τη συγκεκριμένη διαδικτυακή ανάρτηση και να την αφήσω να περάσει σαν ένα ακόμα ανέκδοτο από τα πολλά που κυκλοφορούν καθημερινά.
Όμως δυστυχώς δεν τα κατάφερα. Το συγκεκριμένο λοιπόν «απόφθεγμα» (θου Κύριε…) ανήκει σε κάποιον άγνωστο, αλλά σίγουρα ανορθόγραφο «νεοφυή» χρήστη του διαδικτύου που αρέσκεται να κάνει εντύπωση μέσα από κείμενα τα οποία έχουν πολύ χρώμα, όμορφα γραφικά, αλλά καμία ουσία.
Πρόσφατα διαπίστωσα πως αυτές οι ομάδες των νεοφυών, ανορθόγραφων, ψευτοφιλόσοφων (ντροπή ακόμα και για τους φιλόσοφους ο όρος), πληθαίνουν στο διαδίκτυο τρομακτικά. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ποστάρουν «σαν να μην υπάρχει αύριο» κατά το κοινώς νεανικά λεγόμενον, θεωρώντας εαυτούς σωτήρες μιας κατεστραμμένης χώρας που έχει ανάγκη από την αφεντιά και την αυθεντία τους.
Κι ως εδώ καλά. Δεν ενοχλούν κανέναν (εκτός ίσως από εμένα που βγαίνουν τα μάτια μου από τα λάθη) και νομίζουν πως η αξία τους υπερβαίνει το σύμπαν. Από εκείνο το σημείο, ωστόσο, μέχρι το σημείο να θέλουν να υποστηρίξουν ότι η «παιδεία δεν είναι θέμα ορθογραφίας» υπάρχει χάσμα συμπαντικό. Διότι κύριοι, η παιδεία είναι και θέμα ορθογραφίας. Η τιμή της ελληνικής γλώσσας και ο σεβασμός απέναντι στην ιστορία που κουβαλά είναι ζήτημα παιδείας.
Αφού προσπαθήσω λίγο να ηρεμήσω από τη σύγχυση, σκέφτομαι ξανά. Άραγε αυτοί οι ψευτοφιλόσοφοι είναι που φταίνε; Ή κάποιος άλλος; Σαφέστατα έχουν μερίδιο ευθύνης. Όμως αυτοί οι κύριοι ανδρώθηκαν για να πιστεύουν πως έχουν δικαίωμα να ηγηθούν μιας ελληνικής αυτοκρατορίας ηλιθιότητας.
Το πολιτικό μας σύστημα τούς έδωσε αυτό το δικαίωμα. Οι άνθρωποι σε θέσεις ευθύνης το γιγάντωσαν. Και οι τωρινές καταστάσεις έχουν «ξεχειλώσει» επικίνδυνα το εν λόγω δικαίωμα, δίνοντας τη δυνατότητα σε ολοένα και περισσότερους να αισθάνονται «άρχοντες του facebook».
Οι άρχοντες του τίποτα, λοιπόν, έχουν αποκτήσει δικαίωμα λόγου, έχουν αποκτήσει δικαίωμα ρόλου, έχουν αποκτήσει δικαίωμα εξουσίας. Κι η χώρα του φωτός ακόμα αναζητά λιγάκι «κάτι τι». Αλλά πού;