Προφανώς και δεν γεννήθηκα σ’ ένα σπίτι που απήγγειλαν στίχους του Ερωτόκριτου. Ούτε και μεγάλωσα σ’ ένα περιβάλλον που άκουγε μελοποιημένα κομμάτια από το θαυμαστό έργο του Βιτσέντζου Κορνάρου. Μέχρι τα 15 μου οι σχέσεις μου με το μνημειώδες έργο  έφταναν μέχρι την πλατεία Κορνάρου, όπου και το γλυπτό των δύο νέων που αγαπήθηκαν παράφορα. Α, και μέχρι το κρητικό κέντρο «Αρετούσα»!

Τόσο καλά. Μεγαλώνοντας στο κόλπο μ’ έβαλε ένας άλλος μεγάλος Κρητικός, που πρόλαβε να συγχωρεθεί μικρός. Ο Νίκος Ξυλούρης, που άφησε πίσω του μοναδικές εκτελέσεις του ασύλληπτου έργου. Και ποιος δεν έχει τραγουδήσει πάνω στη φωνή του Ψαρονίκου «τα ’μαθες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα ο κύρης σου με ξόρισε στης ξενιτιάς τη στράτα…» και άλλα ποιητικά κομμάτια στο μοναδικά γραμμένο από τον Βιτσέντζο Κορνάρο δεκαπεντασύλλαβο στίχο;

Μεγαλώνοντας, άρχισα να διαβάζω και ν’ ακούω συστηματικά τον Ερωτόκριτο, κόντρα στο ρεύμα της εποχής που ήθελε άλλα ακούσματα και άλλα διαβάσματα. Ήταν πολλές φορές που αισθανόμουν άβολα με τους γύρω μου, αλλά μια χαρά με τον εαυτό μου.

Αν και τα γύριζα όλα, τα έκανα όλα, τα άκουγα όλα, ποτέ δεν μπορούσα ν’ αποχωριστώ τον Ερωτόκριτο. Όταν κάποια στιγμή παίρνω το αυτοκίνητό μου για να πάω στην αγαπημένη μου Σητεία, την εποχή της κασέτας ακόμα, κάνω όλη τη διαδρομή με Ερωτόκριτο. Έτσι ασυναίσθητα, χωρίς να το καταλάβω και χωρίς να το συνδέσω με τον ποιητή και τη γενέτειρά του. Το αυτοκίνητο κατάπινε τα χιλιόμετρα, η κασέτα έπαιζε και από τη μία και την άλλη πλευρά και οι δαιμονισμένες στροφές από το Καβούσι και μετά μου φανήκαν παιχνιδάκι.

Με τα χρόνια ο Ερωτόκριτος άρχισε να μου γίνεται εμμονή και δεν σας κρύβω τα τελευταία εννέα – δέκα ανεβαίνω στο διάδρομο της γυμναστικής, καλωδιώνομαι με το κινητό μου, βάζω στο κεφάλι μου την κουκούλα του φούτερ, ανοίγω το μηχάνημα στα γρήγορα, δίνω ένταση στη μουσική και τους στίχους του Ερωτόκριτου και αρχίζω να τρέχω, άλλοτε χορεύοντας, άλλοτε χειρονομώντας και άλλοτε τραγουδώντας. Ποιος, εγώ, που αν ήμουν στο Γαλατικό χωριό θα ήμουν ο Κακοφωνίξ!

Ώρες ώρες πάνω στον διάδρομο έρχομαι στα σύγκαλά μου και αναρωτιέμαι αν αυτά που κάνω είναι ύβρις απέναντι στον Ερωτόκριτο. Ειλικρινά, δεν μου έδινα απάντηση…

Περιττό να σας πω βέβαια από πού πήρα την απάντηση και πόσο απενοχοποιήθηκα… Ναι, ορθώς καταλάβατε. Ήταν η κήρυξη του «Έτους Ερωτόκριτου 2019» στο Πολιτιστικό Κέντρο Ηρακλείου με το μοναδικό μιούζικαλ της Εναλλακτικής Λυρικής Σκηνής, που φέρει τη μουσική υπογραφή του Δημήτρη Μαραμή και τη σκηνοθετική άποψη του Κωνσταντίνου Ρήγου.

Ως εναλλακτικό το έργο είναι «πειραγμένο» από παντού, αλλά οι στίχοι του Κορνάρου έμειναν αναλλοίωτοι και ατόφιοι. Πάνω σε αυτούς έκτισαν οι συντελεστές του έργου και έφτιαξαν μια παράσταση που άγγιξε όλους, μικρούς και μεγάλους, που κατέκλυσαν την κεντρική αίθουσα του Πολιτιστικού, με τις προσκλήσεις της διοργανώτριας Περιφέρειας Κρήτης. Ένας από τους αφανείς «εργάτες» της παράστασης ήταν ο δικός μας Γιώργος Σεγρεδάκης, από τη γειτονική Ελιά, που έντυσε τους ηθοποιούς.

Και φόρεσε φούτερ με κουκούλα (!) στον Ερωτόκριτο, σκισμένο από άποψη καλσόν στην Αρετούσα, ενώ εμφάνισε με περιβολή τένις τον… Ρήγα, που σα να έσκασε μύτη από το Εκάλη Club,  και έβαλε στην αγαπητή Νένα  φόρεμα φλοράλ και δωδεκάποντες λιλά γόβες για να τραγουδήσει το εμβληματικό «Γροικήσετε του έρωτα» με ύφος μεταξύ Μονρόε και Λάιζα Μινέλι!

Τα εφέ της παράστασης είχαν μέχρι και καπνούς απευθείας βγαλμένους από τις ντισκοτέκ των 80’s και των 90’s  και χιλιάδες άλλους νεωτερισμούς και μοντερνιές, που όμως δεν χάλασαν κανένα, ανεξαρτήτως ηλικίας, ήθους και ύφους.

Διότι όσο και αν η προσέγγιση είναι extreme και εναλλακτική, η πρώτη ύλη, που είναι ο στίχος του Κορνάρου, έχει τόση δύναμη και απήχηση που κυριαρχεί.

Και το κάνει από την Κρητική Αναγέννηση μέχρι τα σήμερα, τέσσερις αιώνες. Και αν η UNESCO εντάξει το έργο στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά της θα ενισχύσει τον πλούτο της. Αν όχι πάλι, το έργο δεν χρειάζεται καμιά ιδιαίτερη προστασία και ανάδειξη.

Μιλάει από μόνο του, όχι μόνο  στο αφιερωματικό έτος 2019, αλλά εις το διηνεκές.