Μια ανάσα μας χωρίζει από την καθιερωμένη μέρα της γυναίκας, που θα γιορταστεί και φέτος στις 8 του Μάρτη. Οι περισσότερες γυναίκες θα πάρουν τριαντάφυλλα, χαμόγελα και ευχές.

Ωστόσο, κάθε φορά που έρχεται αυτή η μέρα, έναν διχασμό μέσα τον έχω, ανάμεσα στις γυναίκες που με μεγάλωσαν και αυτές που σήμερα συναναστρέφομαι.

Οι γυναίκες που γνώρισα, εκείνες που με μεγάλωσαν, μαμάδες, γιαγιάδες, θείες, γειτόνισσες και συγχωριανές, πολύ λίγο μοιάζουν με αυτές που σήμερα συναναστρέφομαι.

Εκείνες οι γυναίκες είχαν πρόσωπα σκαμμένα από τον ήλιο, την κούραση και τα βάσανα. Είχαν χέρια ροζιασμένα από τη σκληρή δουλειά μέσα κι έξω από το σπίτι. Ξυπνούσαν τα ξημερώματα και κοιμούνταν αργά τη νύχτα χωρίς να γνωρίζουν σκόλες και Κυριακές, δουλεύοντας στα χωράφια και φροντίζοντας μεγάλες φαμίλιες, με πολλά παιδιά κι εγγόνια.

Δεν είχαν την ευκαιρία να πάνε στο σχολείο, παιδιά της κατοχής οι περισσότερες, αλλά αυτό δεν τους στερούσε ούτε σε αντίληψη, ούτε σε εξυπνάδα, ούτε σε σπιρτάδα.

Δεν είχαν διαβάσει ούτε ένα βιβλίο ψυχολογίας, αλλά μπορούσαν να φέρουν… βόλτα την οικογένεια, το σπίτι και ένα λόχο από παιδιά. Ιδιαίτερη μάλιστα ικανότητα τους να έχουν τον έλεγχο αφ’ υψηλού κι όλοι οι άλλοι να νομίζουν πως οι ίδιοι κάνουν το κουμάντο!

Το βλέμμα τους ήταν κουρασμένο αλλά λαμπερό και η ματιά τους καθαρή. Σε κοιτούσαν ίσα στα μάτια, κάτι που οι άνθρωποι πια δε συνηθίζουν.

Τα νύχια τους ήταν φαγωμένα από τις δουλειές και τις λάτρες και τα χέρια τους ζάρωναν νωρίς, όπως γερνούσε και το πρόσωπο τους.

Δεν γερνούσε όμως ως τα βαθιά τους γεράματα η ψυχή τους, έχοντας ανεξάντλητη ενέργεια.

Ήταν δοτικές χωρίς να είναι υποτελείς, είχαν μία μεγάλη αγκαλιά για όλους, έβαζαν στο τραπέζι τους πάντα το πιάτο του μουσαφίρη, και δεν άφηναν γείτονα ή συγχωριανό να κάνει μοναχός του γιορτές.

Ήταν νοικοκυρές με μπουγάδες που έκαναν με άθο και άπλωναν τα αστραφτερά ασπρόρουχα κάτω από το λαμπερό ήλιο. Ήταν καλές αλλά κυρίως ευρηματικές μαγείρισσες, που με το τίποτα σου σκάρωναν ένα θεσπέσιο γεύμα ή ένα σπουδαίο γλυκό.

Τους άρεσε να μοιράζονται όσα ζύμωναν ή μαγείρευαν με τους συγγενείς και τους γείτονες, και τα σκουτελικά πηγαινοέρχονταν συνεχώς.

Τα βράδια με το φως του λύχνου ή της λάμπας, έφτιαχναν εργόχειρα, ύφαιναν, κεντούσαν, έπλεκαν και έστηναν τις πιο ωραίες βεγγέρες. Τα χέρια τους δε σταματούσαν ποτέ, ούτε η σκέψη και η ευρηματικότητά τους.

Σήμερα που ως γυναίκες, φαίνεται να τα ‘χουμε όλα, λύνοντας το βασικό πρόβλημα της επιβίωσης και κυνηγώντας μια καλύτερη ζωή, ζούμε στην εποχή του ανεκπλήρωτου, του ανικανοποίητου, στην εποχή που πριν εκπληρωθεί ένας στόχος έχουμε θέσει ήδη τον επόμενο. Ως γυναίκες, εργαζόμενες, σύζυγοι, μητέρες. Στους στίβους της επιστήμης, της κοινωνίας, της οικογένειας, της εργασίας. Κι όλο χάνουμε κάτι από το χαμόγελο, τον αυθορμητισμό μας, τη δημιουργικότητα και τελικά από την πληρότητα της ψυχής. Γιατί η γιαγιά μου έλεγε πως τα σπίτια τα «στένουν» οι γυναίκες. Και σκέφτομαι άραγε δε τα “στένουν τα σπίτια” σήμερα οι γυναίκες; Μαζί όμως “στένουν” κι όλα τα άλλα. Και χάνουν λίγο λίγο, από την ευτυχία των γιαγιάδων μας.

Γιατί, κι ας μην το αναλύσουμε περισσότερο, ο δρόμος που έχεις να διανύσεις ως την αποδοχή είναι τουλάχιστον διπλάσιος.  Μη σας ξεγελά η εικόνα των όμορφων, περιποιημένων, καλοντυμένων και μακιγιαρισμένων γυναικών. Τα μάτια να δείτε που δεν μπορούν να κρύψουν τη θλίψη, την απελπισία και την ελπίδα. Κι οι γυναίκες, ας δούμε η μία την άλλη στα μάτια.

Κι ας έχουμε υπόψιν πως οι γυναίκες, τότε και τώρα, διδάσκουν εργατικότητα, ήθος, αξιοπρέπεια, έμπνευση και μία μεγάλη αγκαλιά που χωρά όλο τον κόσμο.