“ να ζούμε κι εμείς τα δικά μας Πάθη και να ετοιμαζόμαστε για το καλύτερο αύριο”
Γιασεμί και βασιλικός… Με αυτές τις δύο μυρωδιές έχω συνδέσει τις δύο μου γιαγιάδες.
Αυτά τα λευκά λουλούδια που κύκλωναν την αυλή, έφταναν ως τη σκάλα και με συνόδευαν μέχρι την πόρτα αλλά και η τσιμεντένια γλάστρα, που αν δε με απατά η μνήμη μου είχε ανοίξει το κεφάλι της αδελφής μου όταν παίζαμε “τα μήλα” με τα ξαδέρφια μας…
Τα λαζαράκια που φέτος δεν έφαγα, δεν πήγα καν στη Ν. Αλικαρνασσό, τα καλτσούνια, τα τσουρεκάκια που βοηθούσα τη μαμά μου στο πλάσιμο… Μυρωδιές και εικόνες, χωρίς… κοινωνικές αποστάσεις, με αγκαλιές, φιλιά και άλλα απαγορευμένα στις μέρες μας.
Ένα μοναχικό Πάσχα για κάποιους, χωρίς τσακωμούς οικογενειακούς για το πώς σουβλίζεται καλύτερα το αρνί, ποια νοικοκυρά έκανε το καλύτερο φαγητό και αστείους διαγωνισμούς του πιο νόστιμου τσουρεκιού…
Η αγάπη όλη κλείνεται σε μία ζωγραφιά που στην καλύτερη περίπτωση αφήνεις κάτω από την πόρτα, φωνάζεις “μου λείπεις” από το μπαλκόνι. Είναι και αυτό το viber που ξαφνικά ανακάλυψε και η τρίτη ηλικία, πιάνουν στα χέρια μία ψυχρή συσκευή, από όπου ξεπετάγονται τα πιο γλυκά πλάσματα, κάποια αγγελούδια που έχεις πάνω από ένα μήνα να δεις και τόσο πολύ αναζητάς.
Πώς να κρατήσεις το δάκρυ, δεν ξέρω…
Είναι και οι μαμάδες και μπαμπάδες που ζουν μακριά, που μας χωρίζουν λιμάνια και αεροδρόμια… Άνθρωποι που δεν είχαν κανέναν άλλον στο τραπέζι, που κάθε Πάσχα περίμεναν τους μουσαφίρηδες για να ασπρίσουν την αυλή, να καθαρίσουν τα αγριόχορτα και να γεμίσει το σπίτι χαρούμενες φωνές, ακόμα και αγριοφωνάρες, καλύτερες κι αυτές από τη σιωπή… Η λέξη “μοναξιά” φαντάζει πιο τρομακτική από τον “θάνατο”, είναι σα να χάνεις τη ζωή σου κάθε μέρα, κάθε στιγμή…
Φέτος το Πάσχα, το “Χριστός Ανέστη” ακούγεται και λέγεται με άλλο νόημα, είναι σα να το λέμε στον εαυτό μας, να ζούμε κι εμείς τα δικά μας Πάθη και να ετοιμαζόμαστε για το καλύτερο “αύριο”.
Ζήσαμε, εκτός από συγκινητικές και στενάχωρες καταστάσεις, ακόμα και αστεία στιγμιότυπα. Είναι από αυτά που θα θυμόμαστε για το περίφημο “Πάσχα του 2020”.
Το δέμα του νονού να παραδίνεται στην πόρτα, εκείνος να φεύγει χωρίς καν να χτυπά το κουδούνι και ο Γιάννης να αναρωτιέται “τι είναι πάλι αυτό;”
“Ήρθε για καφέ η γειτόνισσα, είναι φοιτήτρια και ζει μόνη της εδώ. Φορούσε μάσκα. Της λέω πώς θα πιεις καφέ; Τελικά, χαμήλωνε τη μάσκα και ρουφούσε με το καλαμάκι τον φραπέ. Κάτι μου λέει ότι δεν είναι ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος να τη φοράει κανείς αλλά… τέλος πάντων”, άκουσα να λέει η μητέρα μιας φίλης μου.
Και ο διάλογος στο σούπερ μάρκετ, επίσης, σουρεαλιστικός:
“Πήγες στο χωριό;”
“Όχι, με νίκησε ο Χαρδαλιάς.”
“Μα, αφού σου είπα από ποιον δρόμο να κόψεις να μη σε βρει κανένα μπλόκο.” “Καλά, εγώ χρειαζόμουν χάρτη για να πάω από εκεί, άσε φοβήθηκα μην τυχόν και το “Χριστός Ανέστη” με βρει χαμένο στο πουθενά και δεν μπορεί και κανείς να έρθει να με σώσει. Στο χωριό… του χρόνου!”.