«Πολεμικό κλίμα» προκάλεσε τις τελευταίες ημέρες η επιστημονική έρευνα που παρουσίασε το Συνδικάτο Εργαζομένων στην Εστίαση του Ηρακλείου, η οποία μεταξύ άλλων δείχνει ότι σχεδόν 7 στις 10 γυναίκες παρενοχλούνται σεξουαλικά, στον χώρο εργασίας τους.

Ο Μανώλης Λυγεράκης, εκπρόσωπος της εταιρείας που έκανε την έρευνα με την υποστήριξη της περιφέρειας Κρήτης, είπε στην «Π» ότι δεν φανταζόταν ότι θα δημιουργηθεί τόση ένταση με τους επιχειρηματίες της εστίασης, που είπαν ότι τα αποτελέσματα τούς θίγουν και τους προσβάλλουν.

«Δυστυχώς, είπε, αντί να κατατεθούν απόψεις, να τεθούν συμπληρωματικά στο διάλογο για το τι παρεμβάσεις χρειάζονται από την πολιτεία προκειμένου να εξασφαλισθούν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός καλύτερου εργασιακού περιβάλλοντος με ενίσχυση των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, τήρηση των συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας, τήρηση των Συμβάσεων Εργασίας, μείωση του φόρτου εργασίας, έτσι ώστε να υπάρξει όφελος για όλα τα μέρη του κλάδου, γίναμε μάρτυρες μια απομόνωσης σημείων και φράσεων, που κατά κύριο λόγο παραφράσθηκαν η παρανοήθηκαν.

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την δημιουργία αντιπαράθεσης με αλληλοστοχοποιήσεις κι όχι σύνθεσης απόψεων, για να γίνουν τα πράγματα καλύτερα».

Ο ίδιος σημείωσε ότι τα ποσοστά σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο της εστίασης, σχεδόν 7 στις 10 γυναίκες παρενοχλούνται (από πελάτες ή προϊσταμένους, αν και στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι κυρίως από πελάτες και οι προϊστάμενοι δείχνουν ανοχή σε τέτοιες συμπεριφορές) είναι αυτά που συναντώνται στους περισσότερους χώρους εργασίας, εντός και εκτός Ελλάδας και μάλιστα συχνά είναι μεγαλύτερα.

Αν σε παρενοχλήσει σεξουαλικά ένας πελάτης ή ο προϊστάμενος σου, πώς θα τον αντιμετωπίσεις; Τις περισσότερες φορές δεν θα τον καταγγείλεις καν, γιατί το πιθανότερο είναι ότι εσύ το θύμα, θα χάσεις την δουλειά σου.

Έξι είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους οι γυναίκες δεν προχωρούν σε καταγγελία, έπειτα από περιστατικά παρενόχλησης στον χώρο εργασίας τους, όπως έδειξαν τα αποτελέσματα έρευνας που διεξήχθη από το Πάντειο Πανεπιστήμιο σε συνεργασία με την Action Aid.

Οι ερευνητές κατέληξαν στο ότι ο φόβος για αντίποινα, όπως απόλυση, στοχοποίηση, αρνητική αξιολόγηση και στιγματισμός, η έλλειψη γνώσεων ή κατάλληλου υποστηρικτικού περιβάλλοντος, οι περιορισμένες ποινές για τους θύτες, η γρήγορη και εύκολη παραγραφή των αδικημάτων, η πολύμηνη ή και πολυετής αναμονή για την ολοκλήρωση των δικαστηρίων, αλλά και οι δυσκολίες στην εύρεση μαρτύρων και στοιχείων είναι οι βασικοί λόγοι που οι γυναίκες δεν προχωρούν σε καταγγελίες.

Σύμφωνα με την έρευνα, οι γυναίκες πολλές φορές φοβούνται τον στιγματισμό, καθώς αντιμετωπίζονται με καχυποψία, υπάρχει η αμφιβολία ότι η καταγγέλουσα, ίσως να μην είναι αθώα, γιατί μπορεί να προκάλεσε ή μπορεί να παρερμήνευσε τα γεγονότα. Το τελευταίο, ενισχύεται και από το γεγονός ότι συχνά ο θύτης είναι ή ο εργοδότης, ή ο προϊστάμενος και έτσι δεν ξέρουν πού να απευθυνθούν.