Κάποιοι αναζητούν αφορμές για να φανούν

Ομολογώ πως τις τελευταίες ημέρες μέσα μου έχω διχαστεί. Κι αναρωτιέμαι καταρχάς για τα τοπικά. Δεν γνωρίζω ποιοι είναι εκείνοι που απαρτίζουν τις «Φυλές του Πάρκου» ούτε κι ακριβώς ποιος είναι ο στόχος τους εκτός ενδεχομένως από μια  προσπάθεια για προστασία των δέντρων του πάρκου Γεωργιάδη.

Γνωρίζω όμως ότι πριν δεν υπήρχαν, ή ακόμα κι αν υπήρχαν είχαν φροντίσει τεχνηέντως να παραμείνουν στην αφάνεια. Οπότε αναρωτιέμαι πόσο εύκολο είναι να δημιουργηθεί ένα «κίνημα» που να διεκδικεί λόγο, να διεκδικεί ρόλο και να επιδιώκει να χαράζει πολιτική;

Και κυρίως ποιους εκπροσωπούν αυτές οι μορφές ή από ποιους εκπροσωπούνται; Γιατί, αν για παράδειγμα διαφεύγει της αντίληψής μου πως η συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων εκπροσωπεί μια σημαντική μάζα της πόλης, να αναθεωρήσω και να επανεξετάσω.

Προσωπικά πάντως δεν αισθάνθηκα ποτέ την ανάγκη να υπερπροβάλω κινηματικά ή συλλογικά την ευαισθησία μου για το πράσινο και νομίζω πως δεν υπάρχει γενικά στην πόλη κάποια κρίσιμη μάζα που να τάσσεται κατά της προστασίας του περιβάλλοντος.

Πέρα από τις «Φυλές του Πάρκου», υπάρχουν και οι «φίλοι της ακροδεξιάς», όπως θέλουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να χαρακτηρίζουν όσους συμμετέχουν στα συλλαλητήρια για το Σκοπιανό. Αν και γνωρίζουν πολύ καλά πως αν υπήρχαν 500.000 «ακροδεξιοί» που μπορούσαν να κινητοποιηθούν για ένα συλλαλητήριο, σίγουρα δεν θα περίμεναν το Σκοπιανό για να «χτυπήσουν».

Το μισό εκατομμύριο άνθρωποι της Θεσσαλονίκης κι ο απροσδιόριστος αριθμός του αυριανού συλλαλητηρίου της Αθήνας δεν είναι ακροδεξιοί. Είναι οργισμένοι. Και δεν είναι καν «αγανακτισμένοι» γιατί οι κύριοι υποκινητές και διοργανωτές αυτών, ηρέμησαν την «αγανάκτησή» τους σε κομματικά και κυβερνητικά αξιώματα.

Έτσι, λοιπόν, στην Ελλάδα κάποιοι αναζητούν αφορμές για να φανούν. Κάποιοι άλλοι αναζητούν αφορμές για να δείξουν την αποστροφή τους απέναντι σε οτιδήποτε πολιτικό. Και κάποιοι ακόμα προσπαθούν να ασκήσουν πολιτική. Σε μια χώρα χωρίς πλαίσιο όμως. Κι όταν δεν υπάρχουν όρια να σε περιορίσουν, δεν υπάρχει και μέτρο. Γι’ αυτό και η ουσία έχει προ πολλού χαθεί.