Η καθαίρεση των αυθαίρετων κατασκευών, που είχαν μετατρέψει την πόλη σ’ έναν τεράστιο κούμο, αφήνει μετά από χρόνια πέρασμα στο φως

Η κουβέντα έχει ανοίξει εδώ και δεκαετίες. Με αφορισμούς, καταγγελίες και φλεγόμενες πολιτικές διαβεβαιώσεις ότι το θέμα θα λυθεί. Και δεν λύθηκε.

Στο ιστορικό κέντρο της πόλης, ο ελεύθερος κοινόχρηστος χώρος -χρόνια τώρα- έχει εγκαταλειφθεί στη μονοφαγία των τραπεζοκαθισμάτων, οι ιδιοκτήτες των οποίων, όλοι ξέρουμε, ότι έχουν ανοικτούς λογαριασμούς με το δημοτικό ταμείο.

Και αν στη δεκαετία του ’90 κυριαρχούσε η έκφραση του «καραγκιόζ μπερντέ», που με ένα τρόπο αφοριστικό καυτηρίαζε τη δυναμική αυθαίρετη εισβολή των τραπεζοκαθισμάτων στην κατάληψη του κοινόχρηστου χώρου, την αμέσως επόμενη δεκαετία το σκηνικό αυτό έγινε καθεστώς, καθώς η πόλη παραδόθηκε ασύστολα στην παράγκα της νάιλον κατασκευής που μονοπωλεί πεζόδρομους και πλατείες.

Η καθολική επικράτηση της αυτοκρατορίας των τραπεζοκαθισμάτων εκτόπισε την ανάγκη του πολίτη να κινείται ελεύθερα, αφού θεμελιώθηκε ως αδιαπραγμάτευτα ισχυρότερο το δικαίωμα του ιδιώτη να κερδοφορεί μονοπωλώντας τον κοινόχρηστο χώρο.

Οι πρόσφατες προσπάθειες της Λότζια να καθαιρέσει τις αυθαίρετες κατασκευές των καταστημάτων εστίασης είναι ένα πολύ σημαντικό γεγονός.

Αφενός γιατί έρχεται να αποκαταστήσει, καταρχήν στη συνείδησή μας, το αναφαίρετο δικαίωμά μας να κυκλοφορούμε ανθρώπινα και ανεμπόδιστα με τα παιδιά και τις παρέες μας στους κοινόχρηστους χώρους της πόλης που δεν μπορούν να μονοπωλούνται από τους ιδιώτες, οι οποίοι για τις ανάγκες του κέρδους τους καταπατούν ακόμα και τις οδεύσεις των τυφλών.

Αφετέρου έρχεται να μας υπενθυμίσει την ευθύνη μας, προσωπικά και συλλογικά, για το τι είδους πόλη θέλουμε να κληρονομήσουν τα παιδιά μας.

Η καθαίρεση των αυθαίρετων κατασκευών, που είχαν μετατρέψει την πόλη σε έναν τεράστιο κούμο, αφήνει μετά από χρόνια πέρασμα στο φως και στη συνείδησή μας να αντιληφθεί ότι η παράνομη παραγκούπολη που χτίστηκε γύρω μας δεν είναι κανονικότητα που θα επιβιώνει για πάντα στο σκηνικό μιας ιδιότυπης ασυλίας.

Και κυρίως δεν είναι η εικόνα που ταιριάζει σε μια πόλη με τέτοιο ιστορικό παρελθόν, όπως αυτό σώζεται μέσα από το κτηριακό απόθεμα των σπουδαίων αρχιτεκτονημάτων της.

Το γεγονός ότι για πρώτη φορά Δήμος και Αρχαιολογία καταλήγουν σε ένα κοινό πλαίσιο, με όρια και κανόνες για το πώς θα πρέπει να διαμορφωθούν οι όψεις των καταστημάτων εστίασης, είναι μια θετική εξέλιξη που είναι αναγκαίο να στηριχθεί από όλους μας, στο πλαίσιο του συλλογικού και όχι του ατομικού συμφέροντος.