Πιστεύω ότι αρχίζουμε να «συνηθίζουμε την εικόνα του τέρατος»

Αν νιώθετε οργή, θυμό και αγανάκτηση κάθε φορά που το βλέμμα σας περιπλανιέται στις οδεύσεις τυφλών, που προσκρούουν σε στύλους της ΔΕΗ ή καταλήγουν σε φυτεύσεις που βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο από το πεζοδρόμιο, σκεφτείτε πώς χτυπά η καρδιά  ενός τυφλού που εξακολουθεί να μην μπορεί να κινηθεί ούτε στο κέντρο ούτε σε περιφερειακά σημεία της πόλης, χωρίς συνοδό.

Σκεφτείτε πώς βιώνει τον αποκλεισμό ο άνθρωπος που δεν έχει πρόσβαση σε μνημεία, σε κοινόχρηστους χώρους, γιατί απλώς από τις τόσες ποσότητες μπετόν και κυβόλιθου που δαπανήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στην πόλη, δεν περίσσεψε για να καλυφθεί η θεσμοθετημένη ευθύνη του Δήμου να διασφαλίσει συνθήκες προσβασιμότητας για όλους τους πολίτες. Αυτή η προσβασιμότητα συχνά σφαγιάστηκε αβασάνιστα για τις ανάγκες των τραπεζοκαθισμάτων των καφετεριών.

Στις σκέψεις αυτές οδηγήθηκα βλέποντας μια φωτογραφία που ανάρτησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης η συμπολίτισσά μας Γεωργία Ξημεράκη, η οποία με την αγωνιστική στάση της αναδεικνύει ένα πρόβλημα για το οποίο έχει γίνει τόσος λόγος σ’ αυτή την πόλη, εντελώς αναντίστοιχος με τα έργα που θα έπρεπε να έχουν εκτελεστεί.

Αν κλείσει κανείς τα μάτια και βρεθεί για λίγο στη θέση των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν κινητικά προβλήματα, δεν ξέρω για πόσα λεπτά μπορεί να αντέξει τον αχαρτογράφητο πόνο και την πίκρα του αποκλεισμού της προσβασιμότητας, η οποία ανταγωνίζεται με την αβάσταχτη οργή  που αναδύουν οι κίβδηλες πολιτικές διαβεβαιώσεις της επίλυσης του προβλήματος.

Και μέσα σε όλα αυτά, περιφέρεται  όλος ο πολιτικός μεγαλοϊδεατισμός της «έξυπνης πόλης» των  νέων τεχνολογιών και της  μηδενικής συναισθηματικής ευφυΐας στις ανθρώπινες ανάγκες.

Αλλά σε αυτή την ιστορία φοβάμαι ότι «είναι κάτι πιο βαθύ που μας λερώνει» που δεν είναι άλλο από την ανοχή και συχνά τη σύμπραξη όλων μας στο καθημερινό βασανιστήριο το οποίο ζουν όσοι δεν μπορούν να κινηθούν στους αδιάβατους δρόμους της πόλης.

Πιστεύω ότι αρχίζουμε να «συνηθίζουμε την εικόνα του τέρατος» όπως έχει περιγράψει σε κείμενά του ο αξεπέραστος Μ. Χατζηδάκις.