Ένας άλλος κόσμος ασπάζεται πλέον αυτού του είδους τη διασκέδαση

Δεν πάνε πολλά χρόνια που ένας λυράρης στα παζάρια με πολιτιστικό σύλλογο του Ηρακλείου, ζήτησε για να παίξει στο γλέντι του χωριού ένα ποσό που θεωρήθηκε υπερβολικό από τον πρόεδρο. Ο λυράρης που ήθελε να παίξει γαρνίρει την πρόταση και την ξανασερβίρει: “

Εάν δεν πουλήσετε 100 φιάλες ουίσκι, δεν παίρνω μία, εάν τις περάσετε, παίρνω όλο το ποσό που θέλω. «Μέσα» λέει ο πρόεδρος και κλείνει το deal (με το λ παχύ, παχύ)! Το γλέντι έγινε με μεγάλη επιτυχία, οι «πέρδικες» που κελάηδησαν ξεπέρασαν τις 100 και όλοι έμειναν ευχαριστημένοι.

Συμπέρασμα: οι λυράρηδες που έχουν φτιάξει όνομα, ανεξάρτητα αν αρέσουν ή δεν αρέσουν σε όλους, έχουν το κοινό τους, που τους ακολουθεί από τη μια άκρη της Κρήτης στην άλλη. Ξέρουν ποιοι είναι, πόσοι είναι, τι πίνουν και πόσο πίνουν; Γι’ αυτό και διαπραγματεύονται με αυτοπεποίθηση τα νυχτοκάματά τους.

Προφανώς και οι εποχές δεν είναι ίδιες με τις προ Κρίσεως (π.Κ.), προφανώς και οι «πέρδικες» που έχουν δώσει τη θέση τους σε άλλα ουίσκι έχουν λιγοστέψει, μα τα γλέντια συνεχίζουν να έχουν επιτυχία και ένας κόσμος ταξιδεύει από τη μια μεριά στην άλλη για ν’ ακούσει τον λυράρη του, τον λαουτιέρη ή τον βιολάτορά του.

Διαφορετικά, πώς χωριά των 200 και 300 κατοίκων, στη μέση του πουθενά, συγκεντρώνουν πεντακόσια και εξακόσια άτομα στα πανηγύρια τους, που από τα μέσα Ιουλίου μέχρι τα τέλη Αυγούστου έχουν την τιμητική τους στην κρητική ενδοχώρα;

Να τους έχει ο Θεός καλά πάντα ν’ ανταμώνουνε και να ξεφαντώνουνε! Εντάξει, η ποιότητα δεν είναι πάντα δεδομένη, η κουλτούρα δεν είναι εξασφαλισμένη, μα οι εμπειρίες δεν λείπουν. Καλές, κακές δεν έχει σημασία. Πάντα κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις αλλά και πάντα στο τέλος κάτι σου μένει… Για παράδειγμα: «Επήραν πάλι το Μαριό πέντε έξι  χουβαρντάδες να πάνε και γλεντήσουνε στσι κάτω μαχαλάδες» λέει η μαντινάδα που τραγουδά κάθε λυράρης που σέβεται τον εαυτό του και τις ανωγειανές κοντιλιές.

Και το κοινό που παραληρεί φαντάζεται το Μαριώ ως τη ζωηρή και τσαχπίνα του χωριού που συναναστρέφεται με τους λεφτάδες που  γλεντούνε το αμάλαγο κορμί της… Κι όμως, δεν πρόκειται για θηλυκό, μα για έναν υπαρκτό λαουτιέρη, μιας άλλης εποχής, που ήταν περιζήτητος στις παρέες ανδρών με βαριά πορτοφόλια και τον έλεγαν

Μαριό! Εντάξει, δεν είναι και η πιο χρήσιμη πληροφορία του κόσμου ούτε κι η γνώση της σε κάνει κινητή εγκυκλοπαίδεια. Έχει όμως το χάζι της. Χάζι σίγουρα θα είχε και η άλλη, για την οποία γράφτηκε η μαντινάδα: «Εσύ ’σαι αιτία κι έπαιξα μες τη φωτιά το σάλτο»!

Και αν ο μάγκας δεν κάηκε τότε, δεν αποκλείεται να κάηκε μετά, στο γάμο τους! Έχει το χάζι του… μα είναι και μεγάλη αλήθεια. Όπως την πάσα αλήθεια λέει και η άλλη μαντινάδα: «Παίξε μια σκαπετιά τση γης να δεις ανθρώπου χάλι, να δεις ήντα ’πογίνονται  τα πλούτη και τα κάλλη».

Το καλό με τα κρητικά γλέντια, και ας μην σκίζουν πάντα από ποιότητα, είναι ότι ηλικιακά ο μέσος όρος έχει πέσει. Ο μουστακαλής με το μαύρο ξεμπετωμένο πουκάμισο και το στιβάνι το σασμένο στην Αγία Βαρβάρα δεν είναι πια ο κλασικός τύπος του γλεντιού. Μπορεί να βρίσκεται εκεί, στις παρυφές, αλλά δεν είναι πλειοψηφία. Αντίθετα, ο τινέιτζερ –το «ματζοράκι»- όπως λέγαμε παλιά στο χωριό, με το σκουλαρίκι και το σκισμένο τζιν είναι πια μια οικεία φιγούρα στα γλέντια της κρητικής υπαίθρου.

Ένας άλλος κόσμος ασπάζεται πλέον αυτού του είδους τη διασκέδαση, που λόγω θέρους και ανθρωπογεωγραφίας έλκει και πολλούς τουρίστες, που δε διστάζουν να βγουν στις αυτοσχέδιες πίστες σε στιλ… χαρωπά τα δύο μου πόδια τα χτυπώ!

Μα εκατό φορές καλύτερα να χτυπάμε χαρωπά χέρια και πόδια, μέχρι να πιάσουμε τον άτιμο τον ρυθμό, παρά να χτυπάμε… κούπες και τα κεφάλια μας στους τοίχους. Καλή διασκέδαση λοιπόν και όπως εύχεται ο λυράρης μετά από κάθε απολαυστικό χορό: «Με τσ’ υγείες σας»!