Ο ήλιος είχε δύσει και η άκρη του ορίζοντα που έβλεπα κατεβαίνοντας τον Καρτερό είχε ροδίσει. Η θάλασσα γαληνεμένη και το αεράκι που έμπαινε από το μισάνοιχτο παράθυρο δροσερό. Προκλητικά δροσερό, που έκανε τη σαββατιάτικη “βόλτα” μου ακόμα πιο ελκυστική.
Τι και αν στη θέση του συνοδηγού είχα τον κύριο Μανόλη των 90 Μαΐων και των 40 παλμών! Τι και αν ο προορισμός μου ήταν το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο, την εφημερία του οποίου δεν άκουσα και με καλό… αυτί από την κασέτα του 166; Τι και αν με είχε ξυπνήσει μισή ώρα νωρίτερα απότομα ο αδερφός μου για να μου πει ότι πατέρας μας έπρεπε να πάει στο νοσοκομείο;
Δεν ξέρω γιατί, αλλά μπαίνοντας στο αυτοκίνητο το είδα σαν μια ιδιότυπη βόλτα και οδηγούσα με τη σιγουριά ότι και αυτή τη φορά ο κύριος Μανόλης, που σταυροκοπιόταν σε κάθε εκκλησία θα ξεπερνούσε την περιπέτεια και θα επέστρεφε στο μαγαζί για να… τυραννά τους άλλους δυο γιους του. Πάντα ποντάρω στη γερή του κράση, τη διαύγεια και την περπατησιά του, παρά τις 9 δεκαετίες που του έχουν γύρει λίγο την πλάτη.
«Του 1929;» αναφώνησε με έκπληξη μια κυρία στο γκισέ πριν τη διαλογή που είδε το βιβλιάριο υγείας του. «Μα δεν του φαίνεται καθόλου» μονολογούσε. Αντίστοιχη και η έκπληξη από την ειδικευόμενη γιατρό με την κυπριακή προφορά που άρχισε να… φτύνει τον κύριο Μανόλη για να μη μας βασκαθεί! «Και τι δουλειά κάνατε;» τον ρώτησε. «Έμπορος σκοτεινών επιχειρήσεων» απάντησε επιστρατεύοντας όλη τη σοβαρότητά του.
Τα μάτια της γιατρού γούρλωσαν μέσα από τα γυαλιά, αν και συνέχισε να γράφει. «Μην το γράψεις αυτό», της είπε επιτακτικά ο ασθενής με το κρυφό χιούμορ. «Γράψε ότι πουλούσα καύσιμα» τη διέταξε. Η συνέχεια ήταν προδιαγεγραμμένη και δόθηκε στο Καρδιολογικό του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών. Καλωδίωση, νέα καρδιογραφήματα, λήψη αίματος, αερίων και χορήγηση ατροπίνης μπας και δεήσουν να σηκωθούν οι παλμοί.
Ο ευγενέστατος γιατρός μιλάει με την Καρδιολογική Κλινική, ενημερώνει για ένα 90χρονο ασθενή («που δεν του φαίνεται») αλλά καλοστεκούμενο, ο οποίος χρειάζεται παρακολούθηση στη Μονάδα για τη βραδυκαρδία του. Ο γιατρός ήρεμος και φιλικός – χωρίς να μας ξέρει – άρχισε να μου εξηγεί γιατί έπεσαν οι παλμοί μας και για τα πιθανά σενάρια της νοσηλείας του.
Οι παλμοί ανέβηκαν κι άλλο, ο ασθενής αναντράνισε αλλά τη Μονάδα Εντατικής Παρακολούθησης Καρδιοπαθών δεν θα την γλιτώναμε. Πραγματικά, μου έκανε εντύπωση το ενδιαφέρον τους για ένα απόμαχο της ζωής. Σκεφτόμουν μέσα μου ότι αυτά μπορεί γίνονται μόνο σε προηγμένα κράτη και με άλλα συστήματα υγείας.
Σκέψη στη σκέψη φτάσαμε συνοδεύοντας τα φορείο του καλωδιωμένου μπαμπά, στον τέταρτο όροφο στην Καρδιοχειρουργικής Κλινικής. Εκεί που δεν έχει σούρτα φέρτα και οι πόρτες ανοίγουν αυστηρά με κωδικούς. Εκεί που πραγματικά η υγεία είναι σε άλλο επίπεδο.
Εκεί που έγδυσαν τον μπαμπά, του έβαλαν κι άλλα καλώδια για να τον παρακολουθήσουν επισταμένως επί 48ωρο. Όσο αλληλοενημερωνόμαστε παραδίπλα με το νεαρό γιατρό της μονάδας, σάστισα με τα βογγητά του πατέρα μου. «Κάνει εμετό;» τον ρωτάω. «Όχι, του βάζουν καθετήρα γιατί πρέπει να είναι ακίνητος» μου είπε. Και τότε θυμήθηκα μια συζήτηση που είχαμε κάνει σε ανύποπτο χρόνο.
«Δεν με νοιάζει να πηγαίνω στα νοσοκομεία, αρκεί ποτέ να μη χρειαστεί να μου βάλουν καθετήρα…». Ε, να που χρειάστηκε και αυτό Μανωλάκη… Ο δικός μου χρόνος στη Μονάδα είχε τελειώσει. «Καληνυχτίστε τον πατέρα σας και φύγετε, πλέον είναι στα δικά μας χέρια» μου είπαν ευγενικά. Εγώ φεύγω, του είπα χαϊδεύοντάς του το χέρι, και εσύ μείνε με τα κορίτσια…
«Στο καλό να πας και πες στη μάνα σου να μη στενοχωράται». Πάνω από μισό αιώνα ζωής τα γεροντάκια μου, άντε να κοιμήθηκαν είκοσι βράδια χώρια και νοιάζονται ο ένας τον άλλο. Είχα προϊδεάσει τη μαμά από νωρίς ότι μάλλον θα κάναμε εισαγωγή. Και φυσικά, για να μη την στεναχωρήσω δεν της είπα κουβέντα ότι ο μπαμπάς θα έμενε με τα… κορίτσια της βραδινής βάρδιας. Αυτά που κάνουν τα «περαστικά» από ευχή πραγματικότητα.