Ήταν μεταξύ εκείνων που θα ήθελα να έχω γνωρίσει. Να είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω μαζί του, να μου ανοίξει δρόμους και να με κάνει να ξεπεράσω εμπόδια και φόβους. Δυστυχώς, δεν κατάφερα να γνωρίσω τον πατέρα Σταύρο Καρπαθιωτάκη.
Ήταν μεταξύ εκείνων που θα ήθελα να έχω γνωρίσει. Να είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω μαζί του, να μου ανοίξει δρόμους και να με κάνει να ξεπεράσω εμπόδια και φόβους. Δυστυχώς, δεν κατάφερα να γνωρίσω τον πατέρα Σταύρο Καρπαθιωτάκη, τον άνθρωπο που παρά τις όποιες απαγορεύσεις κήδεψε τον Νίκο Καζαντζάκη.
Τον ιερέα που με την πράξη του έδειξε ότι ο άνθρωπος μπορεί να είναι ελεύθερος από θρησκευτικές προκαταλήψεις και διαταγές, τον παπά που ακούει τα προστάγματα της καρδιάς του.
Τα λόγια του σε μία από τις συνεντεύξεις του για πάντα θα είναι χαραγμένα στο μυαλό μου:
«Τον Νοέμβριο του 1957 ήμουνα στρατιώτης και παπάς και υπηρετούσα τη θητεία μου στο Ηράκλειο. Μια μέρα πριν την κηδεία του Καζαντζάκη, ο διοικητής κάλεσε όλους τους στρατιωτικούς και έδωσε διαταγή να μην βγει κανείς έξω από το στρατόπεδο στις 5 Νοεμβρίου.
Οι αρχές και ο στρατός φοβόνταν μεγάλες φασαρίες, γιατί είχε έρθει εκκλησιαστική διαταγή να μην ταφεί ο Καζαντζάκης. Όταν θα το ‘παιρναν χαμπάρι οι Κρητικοί θα έκαναν μεγάλες φασαρίες. Εγώ σαν παπάς ένιωσα πολύ άσχημα.
Η συνείδηση μου με πείραζε πολύ. Ήμουν παπάς. Δεν άντεχα να πάρω στον λαιμό μου τέτοιο άδικο. Δεν μπορούσα να αρνηθώ τα ιερά μυστήρια σ’ ένα βαφτισμένο χριστιανό που δεν έκανε ποτέ κάτι ανήθικο η εγκληματικό.
Όσο αφορά τα βιβλία του, δεν είμαι εγώ άξιος να τον κρίνω. […] Το ‘σκασα κρυφά από τον στρατό τη μέρα της κηδείας. Πήρα αθόρυβα τα ράσα μου και έτρεξα στο Μαρτινέγκο και τον έθαψα. […] Όλοι νόμισαν ότι με έστειλε η εκκλησία να τον κηδέψω.
Είχαν δει και τον Μητροπολίτη Ευγένιο στον Άγιο Μηνά. Δεν ήξερε κανείς τι γινόταν στα παρασκήνια! […]
Πέρασα από στρατιωτικό δικαστήριο και μπήκα φυλακή για έξι μήνες».