Πριν λίγα χρόνια, τέτοιες μέρες, στην Ικαρία. Στο μοναδικό δωμάτιο που βρήκαμε, στο παρα πέντε, στο Γιαλισκάρι, στο σπίτι της κυρίας Άννας.
Κρυμμένο σ’ ένα μικρό δάσος από πεύκα που κατέληγαν στη θάλασσα.
Κάθε πρωί εκείνη και ο άντρας της φρόντιζαν τις δύο κατσίκες τους που έβοσκαν έξω και άπλωναν τα φρεσκοπλυμένα σεντόνια τους σε σχοινιά κάτω από τα δέντρα.
Κάθε πρωί εμείς ακολουθούσαμε το πευκόφυτο μονοπάτι που κατέληγε στην παραλία και ρίχναμε την πρώτη βουτιά δίπλα σε κάτι παιδιά που είχαν στήσει τη σκηνή τους πλάι σ’ έναν βράχο.
Επιστρέφοντας, παρατηρούσαμε την κυρία Άννα να ετοιμάζει το μεσημεριανό φαγητό και να κρατάει πάντα ένα πιάτο για τη γειτόνισσα.
Απ’ ό,τι αποδείχθηκε, ήμασταν απ’ τους προνομιούχους επισκέπτες του νησιού, γιατί είχαμε αυτοκίνητο!
Τι σημαίνει αυτό για την Ικαρία; Ότι ποτέ μα ποτέ δεν θα βρεθείς χωρίς συνεπιβάτες, όπου κι αν πηγαίνεις.
Οι πάντες κάνουν ώτο-στοπ.
Τα βράδια εμείς πηγαίναμε να φάμε σουφικό, μια νόστιμη παραδοσιακή συνταγή με φρέσκα λαχανικά και ψητές σαρδέλες.
Η κυρία Άννα πήγαινε κεφάτη και χαρούμενη παρέα με τον άντρα της κάθε φορά και σε άλλο πανηγύρι.
Βρεθήκαμε κι εμείς σε ένα τον Δεκαπενταύγουστο και καταλάβαμε γιατί το νησί αυτό είναι τόσο διάσημο για τα πανηγύρια του. Χιλιάδες άνθρωποι σε κατάσταση έκστασης χόρευαν τον ικαριώτικο χορό πίνοντας κόκκινο κρασί.
Στην Ικαρία κολυμπήσαμε στο Νας και στις Σεϋχέλλες- όνομα και πράγμα-, σε παγωμένα τιρκουάζ νερά, φάγαμε γαλακτομπούρεκο στις Ράχες, εκεί που τα μαγαζιά ανοίγουν το βράδυ και μένουν ανοικτά μέχρι το πρωί, γνωρίσαμε πολλά παιδιά των… λουλουδιών, που ξεκαλοκαίριαζαν στο νησί σε μια αιώρα και αρκετούς κατοίκους, χαλαρούς, φιλόξενους και φιλοσοφημένους.
Διαπιστώσαμε ότι το «μυστικό της μακροζωίας τους», αν τους ζήσεις από κοντά, δεν είναι καθόλου μυστικό.
Είναι η απλή, ήρεμη, συντροφική, κοντά στη φύση ζωή, που μας έκανε να νιώσουμε ότι ζούμε στην Ελλάδα μιας άλλης εποχής.
Χωρίς άγχος, χωρίς ίντερνετ και κυρίως χωρίς ρολόγια.