Η παρέμβαση αυτή αναδεικνύει όλη την ουσία της αντίδρασης στο έργο που ο Δήμος σχεδιάζει στο πάρκο Γεωργιάδη
Μέρες τώρα βλέπω το “σφίξιμο” πολλών μέσα στη Λότζια που δυσφορούν, άλλοτε κομψά και άλλοτε πιο θερμόαιμα στις αντιδράσεις του κόσμου για το πάρκο Γεωργιάδη. Μάλιστα δεν ήταν λίγοι εκείνοι που με υπεροψία επιχειρούσαν να υποβαθμίσουν την έκταση των αντιδράσεων, τις οποίες απέδιδαν σε παιδιά «που δεν έχουν τι να κάνουν…».
Βέβαια τα πράγματα εξελίχθηκαν ανατρεπτικά, αφού «τα παιδιά» (που δεν είναι ούτε γραφικοί ούτε αργόσχολοι, όπως βολεύει κάποιους να τους χαρακτηρίζουν) κατέθεσαν ένα συγκροτημένο κείμενο 17 ερωτήσεων, διατυπωμένες με χειρουργική ακρίβεια.
Η παρέμβαση αυτή αναδεικνύει όλη την ουσία της αντίδρασης στο έργο που ο Δήμος σχεδιάζει στο πάρκο Γεωργιάδη, λέγοντας, μεταξύ άλλων, δύο πολύ σοβαρά πράγματα. Το ένα είναι ότι δεν πρέπει να ακρωτηριαστούν τα ψηλά δέντρα του πάρκου για να γίνουν οι χαμηλές φυτεύσεις, και ότι είναι ανάγκη να διατηρηθεί η σκίαση, η οποία έχει τόσο ζωογόνα προσφορά. Το δεύτερο είναι ότι το πάρκο θα πρέπει να παραμείνει ανοικτό για όλο τον κόσμο…
Και θα ήταν άδικο να μην δει κανείς ότι μέσα σε συνθήκες σκληρής σύγκρουσης προέκυψε κάτι εξαιρετικά θετικό, καθώς άνοιξε ένας δημόσιος διάλογος, που όταν κλείνω τα μάτια σκέφτομαι πόσο διαφορετική θα ήταν η πόλη αν είχε αρχίσει χρόνια πριν.
Πόση κακοποίηση θα είχε γλιτώσει το Ηράκλειο εάν είχε προηγηθεί μια δημόσια διαβούλευση, που θα μπορούσε να βάλει φρένο σε έργα και παρεμβάσεις που άλλαξαν οδυνηρά τον ιστορικό χαρακτήρα και την ταυτότητα του.
Πόσα πράγματα θα είχαν διασωθεί εάν οι αποφάσεις κρίσιμων ζητημάτων δεν είχαν δρομολογηθεί μέσα σε κλειστές συσκέψεις φορέων, που θεωρητικά επικαλούνται την ανάγκη να υπάρχουν ενεργοί πολίτες, αλλά όταν πρέπει να αντιπαρατεθούν με την άλλη άποψη βγάζουν φλύκταινες…
Την ίδια στιγμή όμως σκέφτομαι με αφορμή τα όσα διαδραματίζονται στην υπόθεση του πάρκου Γεωργιάδη, πόσα πράγματα μπορούμε να περισώσουμε, να βελτιώσουμε, να αναδείξουμε, μέσα από τη συλλογικότητα και τη συγκροτημένη παρέμβαση και την ανάγκη που μας ενώνει για μια πόλη αντάξια της ιστορικής κληρονομιάς, με ανθρώπινες και ποιοτικές συνθήκες ζωής για τους κατοίκους της.