Μυρίζει οτιδήποτε εκτός από Χριστούγεννα… Μπαρούτι, αποκαΐδια, σαπίλα, ναφθαλίνη, ντοπαμίνη! Ακόμα και σήμερα, παραμονιάτικα, που ψύχρανε επιτέλους ο καιρός, το κλίμα δεν το λες γιορτινό.
Η ατμόσφαιρα, αυτή που λέμε περιρρέουσα, είναι παράξενα ηλεκτρισμένη. Δεν είναι από τα εκατομμύρια λαμπιόνια που ασφυκτιούν μέσα στα ψεύτικα δέντρα, ούτε και οι γιρλάντες στους δρόμους. Είναι από τα αρνητικά φορτία που κουβαλάμε και επειδή μας έχουν συνέχεια στην πρίζα.
Αντί να μας έχουν πασπαλισμένους με άχνη ζάχαρη σαν τους κουραμπιέδες ,μας έχουν ψεκασμένους, δηλητηριασμένους με μίσος και κακία- εκδικητικότητα και ρεβανσισμό ένα πράγμα.
Αντί να είμαστε βουτηγμένοι στο μέλι σαν τα μελομακάρονα, είμαστε βουτηγμένοι στα… να μην πω που. Αντί να κολυμπάμε στη χρυσόσκονη είμαστε εθισμένοι στις ψευδαισθήσεις και στα εικονικά αφηγήματα. Μπάτσοι εσείς, απάτσι εμείς! Χαμένοι και οι δύο σ’ ένα σικέ παιχνίδι, χωρίς νικητές και με μοναδική ηττημένη την ίδια την κοινωνία.
Ω, τι κόσμος μπαμπά και που είναι τα δώρα του Αϊ Βασίλη κάτω από το δέντρο; «Γονιός δεν θα ’ναι να μου πει “σήκω και ντύσου, καιρός να ζήσουμε παιδί μου, ξημερώνει”». Αύριο ξημερώνουν Χριστούγεννα. Ε, και; Ούτε αστέρι, ούτε Βηθλεέμ, ούτε μάγοι, ούτε δώρα, ούτε φάτνη. Παρά μόνο Ηρώδης και αυτός κακέκτυπο.
Από τη μια να τον επικαλούμαστε για το σκασμένο της γειτόνισσας που την γλίτωσε… και από την άλλη, οι αντεξουσιαστές, τάχα μου, να επικρίνουν τη 17 Νοέμβρη για το «’89 που έκανε μισή δουλειά», προκειμένου να πικάρουν το δήμαρχο Αθηναίων. Παρεμπιπτόντως, του έκαψαν (δις) και το Χριστουγεννιάτικο δέντρο στα Εξάρχεια, φωνάζοντας εν χορώ «ω έλατο, ω έλατο της μάνας σας το κέρατο»!
Αναλωθήκαμε για μέρες με το στολισμό της Αθήνας, επειδή σαν Συριζόπουλα, που φωνάζουμε πιο δυνατά στα social media, έπρεπε να καταδείξουμε και την ανωτερότητα της αισθητικής μας. Δεν ζει και η Βέμπο να μας βγει από … δεξιά τραγουδώντας «Λόνδρα, Παρίσι, Νιου Γιόρκ Βουδαπέστη Βιέννη, μπροστά στην Αθήνα καμιά μα καμιά σας δεν βγαίνει»!
Έρχονται Χριστούγεννα με μια κοινωνία, χωρισμένη, διχασμένη. Από τη μία οι «νοικοκυραίοι» και από την άλλη οι «καλικαντζαραίοι», που φαίνεται πως ήρθαν για να μείνουν (ή τους έφεραν για να μείνουν) και μετά των Φώτων, αφού καμία αγιαστούρα του παπά δεν είναι ικανή να τους ξαποστείλει. Αλλά και γιατί να του ξαποστείλει;
Πως θα περάσουμε το αφήγημα μας χωρίς βαρβάρους, που αναρωτιόταν και ο Καβάφης; Και αν δεν είχαμε το αφήγημα θα έπρεπε να το σκηνοθετήσουμε πάση θυσία.
Σε ταράτσες, σε πλυσταριά, μεσοτοιχία με τις καταλήψεις και αντιμέτωποι με τον καταπέλτη, που θ’ απωθούσε τους αστυνομικούς με καρφιά και βίδες… Μολότοφ και αλυσίδες και θα τα κάνω βίδες, που έλεγε και ο αείμνηστος ο Τζιμάκος, που ήταν μπροστά από την εποχή του.
Δεν μας φτάνουν τα δικά μας έχουμε και το γείτονα, που θέλει να χαράξει ΑΟΖ από κοινού με τη Λιβύη κάτω από την Κρήτη. «Χριστούγεννα στα πέλαγα», σαν το μυθιστόρημα των παιδικών μας χρόνων. Μεσοπέλαγα κι εγώ γέλαγα… Μόνο να μη μας βγουν τα γέλια ξινά και δούμε, μέρες που ’ναι, τον Χριστό φαντάρο!
Πριν 32 χρόνια τον είχα δει… φαντάρος! Κάπου στο Γαλάτσι σ’ ένα μπουζουκάδικο κι εγώ με τη φαιοπράσινη, σε μια Αθήνα, με λιγότερα στολίδια, άνευ χορηγών, με περισσότερα λεφτά κι ένα χρόνο πριν το βρόμικο ’89! Μα ούτε σ’ εκείνα τα Χριστούγεννα θέλω να γυρίσω.
Όχι άλλο κάρβουνο, λουκάνικο, απάκι, γαλοπούλα! Ούτε και στα άλλα που με «χιόνια στο καμπαναριό ξύπνησε όλο το χωριό». Μα, περιμένοντας και μόνο τα ιδανικά Χριστούγεννα, αξίζει να ζεις. Μέχρι τότε, χρόνια πολλά, και ας έρθουν γρηγορότερα…